Μ’ αρέσεις. Τώρα τελευταία σε σκέφτομαι συχνότερα και κάπως μελαγχολώ όταν αργείς να μου απαντήσεις. Μ’ αρέσεις και ξέρω το ‘χεις ξανακούσει και τώρα όπου να ‘ναι, σειρά θα πάρουν άλλα λόγια. Πιο βαριά, πιο γεμάτα. Κολλήσαμε γερά, παραδέξου το. Εγώ απλά, τυχαίνει και στο δείχνω.

Ξέρεις κάτι; Δε θα στο πω. Αυτό, πως είμαι ερωτευμένη. Όχι ακόμα, θέλω χρόνο. Όμως μιας που στα ‘δωσα όλα εξ’ αρχής πάνω στο πιάτο, είπα να σου αφήσω και κάτι για μετά.

Θα μπορούσα να σου παίξω παιχνιδάκια. Να σε κάνω ν’ αμφιβάλλεις, ν’ απορείς, να ξενυχτάς. Απ’ τη μία, το ‘θελα και θα μπορούσα να το κάνω μα δεν τη χαλαλίζω τόση δύναμη. Kοίτα, εγώ κουράστηκα. Άσε, που δεν τα ‘παιξα ποτέ σωστά όλα ετούτα τα παιχνίδια.

Ήμουν αδιάφορη από μόνη μου. Πώς να στο πω, μου βγαίναν φυσικά και πίστεψέ το ή όχι, όσοι ήθελα κολλούσαν. Η διαφορά σου, βέβαια, μ’ αυτούς είναι ότι ουδέποτε τους ερωτεύτηκα. Τουλάχιστον, όχι σε αυτοταπεινωτικά επίπεδα συναισθηματικής εξαθλίωσης.

Με λίγα λόγια, δε μ’ έπιανε και καμιά ταραχή κάθε που φεύγανε και κλείνανε την πόρτα κι ούτε ποτέ μου έκοψα φλέβα για την πάρτη τη δική τους. Για τη δική σου όμως, περίπου τα ‘ζησα και τις ταραχές και τα μεθύσια και κάθε φορά που μου ‘κλεινες την πόρτα, περίμενα από πίσω να ξαναρθείς ν’ ανοίξεις.

Δε στο ‘κρυψα, δεν το ‘χα και ανάγκη. Μου τους μηδένισες τους εγωισμούς μου και γι’ αυτό σου αξίζει για λίγο να παινεύεσαι. Πως εσύ με άλλαξες, με ανασυγκρότησες και δεν κόπηκες απ’ τα γυαλιά και τις γωνίες. Ήταν οι δικές μου οι γωνίες. Δικές μου και τις φρόντιζα. Πώς νομίζεις το μπορώ κι επιβιώνω;

Έπειτα ήρθες και μου τις χάλασες μία-μία. Καλά έκανες. Κόπηκαν πάνω τους πολλοί κι εγώ η ίδια κάπου-κάπου. Δεν τις θέλω. Να ‘ρθεις, να μετρηθούμε σώμα με σώμα. Θες; Να πούμε πως δε ζήσαμε ποτέ με ανθρώπους άλλους, να ξεχαστώ κι εγώ κι εσύ να μη συγκρίνεις.

Κι εκεί που θα βλέπω πως το μέλλον σου είναι όλο πάνω μου, θα σ’ ερωτεύομαι και θα μ’ ερωτεύεσαι κι εσύ. Που δε θα θυμάσαι άλλα αγγίγματα, γιατί θα τα ‘χει σβήσει όλα το δικό μου. Θα κοιτάω μόνο τις λεπτομέρειες και θα κρέμομαι απο ‘κει, για να σ’ ονομάσω τέλειο.

Κι ό,τι θα δεις από μένα σ’ αυτό το μεσοδιάστημα, μην το θεωρήσεις πως το κέρδισες. Εσύ κέρδισες εμένα κι ύστερα εγώ από μόνη μου σου δόθηκα. Και έδωσα και δόθηκα. Από μόνη μου. Τ’ άκουσες; Γι’ αυτό μη με υποτιμάς όταν σ’ ερωτεύομαι.

Γιατί μπορεί να το θέλω τώρα και να γίνομαι παρονομαστής και δεδομένο, στα κανονικά μου όμως είμαι επίφοβη και βασική. Άμα το γουστάρω, δίνω σ’ όλα μια σπρωξιά και τα γκρεμίζω. Δε σ’ απειλώ. Το άχτι μου με καίει. Κι είναι ίσως που τους έμαθα να με παίρνουν όλοι από φόβο, να μην τους πάρω ποτέ εγώ.

Μη με υποτιμάς, γιατί θα το δεις πως στο τέλος απ’ τους δυο μας, θα ‘σαι εσύ ο πιο δεμένος. Κύκλος είναι όλα κι οι έρωτες συμβαίνουν και στα πιο καλά τα σπίτια· σήμερα εγώ, αύριο εσύ. Σαν να λέμε πως σήμερα, ας πούμε, μ’ έχεις κι αύριο πάλι, όχι.

Μη με συνηθίζεις. Δεν είμαι ο φίλος σου, ούτε η γνωστή παρέα σου και τίποτα στα σίγουρα με μένα δεν υπάρχει. Μη με συνηθίζεις, γιατί με τη συνήθεια, έρχεται κι η ρουτίνα κι εγώ τη ρουτίνα τη σιχαίνομαι. Είμαι ευμετάβλητη κι αλλάζω. Να μου πεις τι θέλεις και θα γίνω.

Διεκδίκησέ με. Κι αν δεν ξέρεις πώς, να πας και να το μάθεις. Να κάθεσαι να σκέφτεσαι πως μπορεί και να σου φύγω. Να φοβάσαι, ν’ αμφιβάλλεις μήπως η αγάπη σου δε μου είναι αρκετή. Κι εγώ να δεθώ επάνω σου από χέρια κι από πόδια μα εσύ να μην το βλέπεις. Να ‘ναι η ανάγκη η δική σου, χειρότερη απ’ το δικό μου δέσιμο.

Κι αν, όμως, είμαι ήδη πια δεμένη κι αν θα ‘σαι πάντα εσύ ο αριθμητής μου, να προσποιηθείς πως δεν το βλέπεις. Να με μετράς πάλι το ίδιο. Κι όταν κάπου, κάποτε  ξεχνιέσαι και ξεφεύγεις, να θυμάσαι πως μπορώ πάντα κι απ’ τα χαμηλά να σε πατήσω.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά