Η πρώτη γνωριμία με τον έρωτα είναι πάντοτε συντριπτική. Περνούν τα χρόνια, βαραίνεις· βαραίνει κι αυτός. Το μέλι στάζει, μετά κολλάει και τέλος, πέφτεις. Αργά ή γρήγορα συνειδητοποιείς με τρόπο βάρβαρο πως το μοντέλο χολιγουντιανού έρωτα που καλά είχες θρέψει στο μυαλό σου ήταν –σαφέστατα– μια πλάνη.

Ο πρίγκιπας πάνω στο άλογο είναι πιθανότατα ένας τύπος που σε παραμελεί για το ποδόσφαιρο και συνεχίζει να μιλάει για γκόμενες με τους κολλητούς κι η καλλονή μ’ αναλογίες Μέριλιν, μια κοπελιά φυσιολογική που θα σου κάνει κρεβατομουρμούρα.

Αυτά βλέπει ο άνθρωπος και δε θέλει πολύ να του ‘ρθει ο καημός. Εν τω μεταξύ, είναι που κακόβουλα προωθούνται ακόμα αυτά τα ρομαντικά κλισεδιάρικα, που αν είναι δυνατόν κι αν τηρούνται και δεν προφτάνεις να ελπίσεις.

Στο μεσοδιάστημα, έχεις ιστορικό με τον Γιωργάκη που σ’ άφησε για την ποταπή τη Μαίρη και φυσικά την Ελενίτσα που σ’ άφησε για τον –ομολογουμένως— καλύτερο, Μήτσο και τι νομίζεις; Πώς να ερωτευτείς μετά;

Γιατί —πες το εγωιστικό— αλλά άπαξ και πληγωθείς, όλοι οι επόμενοι είναι αναλογικοί και συγκρίσιμοι μ’ αυτόν τον έναν, τον πρώτο που σε πλήγωσε. Μετά, όλα σε γυρίζουν στον πρώτο σου τον έρωτα εκεί, στα δεκαπέντε, δεκαέξι κι όχι, δεν ειν’ το ζήτημα αυτός, αλλά εσύ που ένιωσες.

Χωρίς νόημα, χωρίς ουσία, ούτε καν θυμάσαι λεπτομέρειες, όμως είχες παραδοθεί σ’ αυτόν με χέρια και με πόδια κι είχες κλείσει πλέον και καμπίνα στο πλοίο της αγάπης. Φυσικά, δε σ’ ένοιαζαν οι τυπικότητες της σχέσης και το μητρώο σου ήταν πεντακάθαρο κι είχες άγνοια κινδύνου.

Θα μου πεις, τι να το κάνεις· είναι δίκοπο μαχαίρι. Τώρα κοίτα, μετράς ουλές, μπαλώματα. Βέβαια, κάποια τα έχεις για παράσημα. Επάξια τα κέρδισες. Αξίζει για τον έρωτα μια φορά στο τόσο να μαλώνεις και να χτυπιέσαι. Ενίοτε να πέφτεις.

Και για πες· τώρα που έχεις απόλυτη συνείδηση του κινδύνου, τι κατάλαβες; Νιώθεις πιο προστατευμένος; Βλακείες. Ποτέ δεν προστατεύεσαι. Αντίθετα, πιστεύω, εκεί που νομίζεις πως ελέγχεις την κατάσταση είναι που τα κάνεις και χειρότερα. «Κούνια που σε κούναγε», σαν να σου λέει.

Στο φινάλε, ίσως και να ισχύει το κλισέ κι επαναστατικό «Αν δε πέσεις, δε ζεις» και ποιος τελικά, αξίζει να σου πάρει το δικαίωμα ν’ αγαπάς ανιδιοτελώς, ενίοτε βλακωδώς και να ‘σαι λάθος;

Κι αν αγαπάς όπως στα δεκάξι ποιος ξέρει, ίσως ν’ αλλάξει και η ρότα σου. Ίσως ό,τι δίνεις παίρνεις κι αν, για παράδειγμα, δίνεις φόβο, φόβο παίρνεις. Κάπως έτσι, σερβίρεται κι η απογοήτευση.

Επίσης, ο φόβος μη φας κατραπακιά είναι, ας πούμε, περίπου ανάλογη αυτού του να μη πέσεις και φας τα μούτρα σου στα μικράτα σου· δηλαδή, άτοπος και συνάμα, αναγκαίος. Σου λέει ο άλλος, αν δεν έχεις λεκιάσει φανέλα απ’ το παιχνίδι, αν δεν έχουν στραπατσαριστεί τα γόνατά σου, για παιδί δεν έζησες.

Πάρε τώρα παράδειγμα τον έρωτα κι υπολόγιζε. Δηλαδή, αν δεν το φας το χαστουκάκι σου, αν δε χτυπήσεις τα ξιδάκια σου κι αν, ρε παιδί μου, δε στείλεις έστω για στερνή φορά απελπισμένο μήνυμα στον πρώην τύπου «Θα φαρμακωθώ», χωρισμό δε βίωσες.

Θα μου πεις, «Ξέρεις εσύ, φίλος, πώς την πάλεψα μονάχος μου;». Όχι, βρε καλέ μου, αλλά μια καλοκαγαθία άπαξ και σε χτυπήσει ο ρημάδης ο φτερωτός, την έχεις. Κι αυτό είναι βασικά. Τη διατηρείς τη χαζομάρα; Αν όχι, την πετσετούλα σου και σ’ άλλη παραλία.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη