Φήμες λένε ότι ο συμβιβασμός στις σχέσεις προκύπτει από κάποια ενδόμυχη και καταπιεσμένη ανασφάλεια. Παράδειγμα· μη φύγει, μη θυμώσει, μην ξενερώσει κι άλλα τέτοια, λες κι αν γίνει, τρέχει κάποιο θέμα.

Με λίγα λόγια, φοβάσαι. Κι ενώ θα μπορούσες να κάνεις την επανάστασή σου και μια γκραντ έξοδο για το γαμώτο, μένεις. Χάνεις δεδομένα, όρια, πραγματικότητα. Κάπου εδώ, ας πούμε, μοιάζεις με μια άμορφη, για να καταλάβεις, μπάλα.

Αφού, πλέον, είσαι μικρή κι εύπλαστη σε παίρνουν και σε πετούν όπου λάχει. Ο εγωισμός σου; Συμβιβάζεσαι με τα λίγα, γιατί γνωρίζεις ότι στοχεύοντας σε κάτι παραπάνω, αντιμετωπίζεις αυτόματα υψηλά ποσοστά αποτυχίας.

Εξάλλου, μπορεί να μη θέλει κάτι παραπάνω, μπορεί να πιεστεί, να θυμώσει· ίσως και να φύγει. Κι εντάξει· από καπρίτσιο και μόνο δεν μπορείς να χαλάσεις μια σχέση. Ίσως να φταις εσύ που ζητάς πολλά κι ίσως –μόνο ίσως– να πρέπει ελάχιστα να συμβιβαστείς.

Το λίγο είναι χειρότερο απ’ το καθόλου. Τι; Το ‘χεις εκεί να σε τσιγκλίζει; Να σου υπενθυμίζει πως στο μέλλον ίσως έχεις κάτι παραπάνω; Παράτα το. Και τράβα να πλύνεις τα χέρια σου, μη σε λερώσει.

Αν είναι να σου κάνουν τέτοια χάρη κι αν είναι τελικά να τη δεχτείς, ας έχεις –τουλάχιστον– καθαρά χέρια για τη χειραψία. Σωστά; Κι εσύ βολεύεσαι. Το ζεις, όσο μένει, κι εντάξει, τέλειο δεν είναι όπως και τίποτα γενικά στον κόσμο.

Αυτό το «οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που αξίζουν», ίσως και να ‘ναι αλήθεια τελικά. Δε μιλάμε βέβαια, γι’ αντικειμενική αξία. Σου αρκούν τα λίγα, τα λίγα έρχονται, εσύ τα δέχεσαι. Κάπως και περίπου έτσι.

Τα λίγα είναι καλά κι αν, τέλος πάντων, είναι αυτό το πρόστιμο για να κρατήσεις έναν έρωτα, ας είναι. Κατάλαβες; Τόση βλακεία. Και στο φινάλε, το ζήτημα δεν είναι να κρατάς εσύ τον έρωτα αλλά να σε κρατάει αυτός.

Στην προσπάθεια είναι που χαλάνε όλα. Προσπαθείς να τα βολέψεις και χαλάνε. Βγαίνουν απ’ τη θέση τους. Κι οι ώρες είναι λίγες. Δε σε βγάζουν. Αρχίζεις να βαριέσαι, να κουράζεσαι· δε ζήτησες ποτέ πόστο ζητιάνου.

Νόμιζες πως σου αρκούσαν, επειδή σ’ είχε χτυπήσει κάποιος μαλάκας έρωτας, ο οποίος –το βλέπεις πια– εξαφανίζεται. Μετά και καλά ξαφνιάζεσαι, γιατί, τάχα μου, δεν το περίμενες. Μόνος σου θα ‘πρεπε να τον διώξεις. Γιατί τώρα πρόκειται περί αντικειμενικής αξίας και γιατί, καλέ μου, ό,τι δηλώνεις, είσαι.

Κι αν, φερ’ ειπείν, δηλώνεις ικανοποιημένος με τ’ αποφάγια, τέτοια θα σερβίρεσαι. Κατάλαβες; Μείνε με το καθόλου και μπορεί κάτι να χτίσεις. Μια σχέση, μια ζωή, μια αξιοπρέπεια. Στο λίγο, μόνο να γκρεμίζεις μπορείς.

Δεν πάει παρακάτω το πράγμα πάνω σε λάθος βάσεις, ό,τι και να κάνεις. Κάνει δυο βήματα, ξαναπέφτει, μαζί πέφτεις κι εσύ κι οι ελπίδες σου, γι’ αυτό γκρέμισέ τα. Δωσ’ τους μια να πέσουν, να μην υπάρχουν, να μη σ’ απασχολούν, να μη σ’ αγγίζουν.

Ξέρεις, οι άνθρωποι όταν θέλουν να ζητήσουν, αναθεωρούν πάντοτε τι δίνουν. Τους βλέπεις, κάνουν ανοίγματα, δίνονται, δίνουν και σκορπάνε. Ε και; Είναι, δηλαδή, γενναιόδωροι; Πας, το κρατάς κατιτίς λιγάκι παραπάνω, μάπα το βύσσινο. Ήταν, βλέπεις, κοντά στην ημερομηνία λήξης.

Φεύγεις, λοιπόν, που δεν έμεινες ευχαριστημένος ως πελάτης κι έρχονται και σου ζητούν και ρέστα. Ψάχνεις, να βρεις, να δώσεις. Δε σου φτάνουν. Σου λένε μετά κι αυτοί, «Αν δεν έχεις, το μισό απ’ το δοσμένο μας πίσω». Την κατάλαβες τη φάση; Στα τσακίδια ολόκληρο.

Αυτό. Να το επαναλαμβάνεις. «Στα τσακίδια ολόκληρο.»

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη