Βρισκόμαστε ανάμεσά σας, υπάρχουμε σε κάθε σπίτι, κάθε χωριό και κάθε παρέα. Γινόμαστε το επίκεντρο πολλών αστείων και πέφτει κόκκινος συναγερμός όποτε εμφανιζόμαστε σε χώρο με ευαίσθητα αντικείμενα. Μας έχουν δώσει πολλές ονομασίες, ατσούμπαλους μας έχουν πει, άτσαλους κι αδέξιους, μας έχουν πει ατζαμήδες, κι όπως λένε και στο χωριό μου, αμπντάληδες. Έχουμε και δική μας προσωπικότητα στα στρουμφάκια. Είμαστε ο Σκουντούφλης.

Είμαστε εμείς που σκοντάφτουμε στο ίσιωμα, που μπορεί να πέσουμε ακόμα κι αν στεκόμαστε, που έχουμε πάνω μας εκατοντάδες μελανιές και σημάδια από πεσίματα και χτυπήματα. Που καθώς περπατάμε πετάγονται μπροστά μας πόρτες, παράθυρα, κολώνες και τα συναφή. Και μαντέψτε προς τα ποιου το μέρος στρέφονται όλα τα κεφάλια όταν γίνει μια ζημιά, προφανώς και προς τα εμάς. Είμαστε εμείς που θα χτυπήσουμε σε μία καρέκλα, θα πάρουμε παραμάζωμα  το τραπέζι, θα πέσει ο τοίχος, η πολυκατοικία, σεισμός και μπουμ, η καταστροφή του κόσμου.

Ο μέσος όρος της καθημερινότητάς μας είναι γεμάτος με στιγμές πεσίματος, χτυπήματος, σπασίματος. Και μετά πάει κάπως έτσι. Σηκώνεσαι, κοιτάς δεξιά, αριστερά, σκοτώνεις όποιον σε είδε, διαγράφεις από τη μνήμη σου μια ακόμα στιγμή ατσουμπαλιάς.

Και είναι και κάτι στιγμές που δε μας φτάνει το γεγονός ότι δεν έχουμε τον έλεγχο του αλλοπρόσαλλου σώματός μας, αλλά και το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μας. Είναι εκείνη η στιγμή που κατάφερες το κόλλημά σου να σε προσέξει, και ξαφνικά, τσουπ, βρίσκεσαι να κοιτάς τα παπούτσια του ή εκείνη η στιγμή που μπαίνεις μέσα σ’ ένα μαγαζί με τον αέρα μιας καλλονής της πασαρέλας με τους προβολείς όλους πάνω σου κι έτσι όπως περπατάς ένα τραπέζι ξεπετάγεται μπροστά σου με αποτέλεσμα να το πάρεις παραμάζωμα με οτιδήποτε βρίσκεται πάνω του. Κι όλο το μαγαζί κοιτάζει εσένα και απορεί πώς και γιατί.

Τι να κάνουμε παιδιά; Είμαστε ατσούμπαλοι και το χαιρόμαστε. Στο κάτω-κάτω εμείς φταίμε που είμαστε λίγο επιρρεπείς σε ατυχηματάκια; Η μαμά φύση που μας έκανε αδέξιους. Και ναι ξέρουμε να περπατάμε, αλλά ο δρόμος έχει λακκούβες. Εγώ ένα έχω να πω. Αυτή η αδεξιότητά μας είναι χαριτωμένη. Βγάζει μια παιδικότητα, έναν αυθορμητισμό και κάτι αστείο πάνω απ’ όλα.

Ρωτήστε και την παρέα μας τι περνάει κάθε φορά. Γινόμαστε πηγή απίστευτου γέλιου και πολλές φορές ο κωμικός της παρέας κι όχι εσκεμμένα. Είμαστε και απρόβλεπτοι, δεν ξέρουν από πού θα τους έρθει κάθε φορά. Το νερό που θα πάμε να βάλουμε στα ποτήρια και θα βρεθεί οπουδήποτε αλλού εκτός απ’ τα ποτήρια θα είναι αυτή τη φορά ή η πόρτα που θα πάμε ν’ ανοίξουμε και ως δια μαγείας θα τη φάμε στο κεφάλι. Άσε που συνήθως όταν περπατάμε πρέπει να μας κρατάνε απ’ το χεράκι γιατί μερικές φορές μοιάζουμε λες και φοράμε δεκαπεντάποντα τακούνια πάνω σε πάγο.

Αλλά είπαμε, είμαστε χαριτωμένοι. Γιατί ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτά τα ροδαλά μαγουλάκια όταν σηκωνόμαστε μέσα στη ντροπή μετά από μια βούτα; Ή σε αυτό το κουταβίσιο βλέμμα μετά από μια ακόμα ζημιά; Και σίγουρα οι τούμπες μας γίνονται τα καλύτερα ανέκδοτα.

Και για όλους αυτούς που φοβούνται μη τους σπάσουμε καμία καρέκλα, κανένα ποτήρι, μη δημιουργήσουμε καμία ρωγμή στον τοίχο, μη σπάσουμε καμία οθόνη κινητού, μη χαλάσουμε το καινούργιο play station, έχω να πω ότι στο τέλος ο Σκουντούφλης ήταν αυτός που έσωσε όλα τα στρουμφάκια.

Who’s the boss now?

Συντάκτης: Δέσποινα Τάμπου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου