Έχει περάσει καιρός, κι ακόμα δεν έχω νέα σου, δεν ξέρω αν είσαι καλά, αν περνάς όμορφα, αν η ευτυχία είναι παρούσα στη ζωή σου. Εξαφανίστηκες, έχουμε να μιλήσουμε μέρες, βδομάδες, ίσως και μήνες, έχω χάσει πλέον το μέτρημα. Κι αυτή η εκκωφαντική σιωπή, μου τη δίνει στα νεύρα. Λες και το χώρια σου απαγορεύει την επικοινωνία. Δεν ξέρω αν είναι εγωισμός, αν είναι έλλειψη ενδιαφέροντος ή απλή αδιαφορία. Αλλά θα μου πεις κι εγώ το ίδιο δεν κάνω;

Κι εγώ κάθε βράδυ βρίσκομαι αντιμέτωπη με τον ίδιο μου τον εαυτό, να μαλώνουμε για το αν θα στείλω ένα απλό μήνυμα, ή θα συνεχίσω κι εγώ αυτή τη σιγή. Και με εκνευρίζει που πλέον δεν μπορώ να σου στείλω ένα μήνυμα χωρίς να παρεξηγηθώ. Χωρίς να παρερμηνευτεί ένα απλό «είσαι καλά;». Και κάθε βράδυ καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα, αφού δε στέλνεις εσύ, δε θα στείλω και εγώ.

Ίσως είναι ένα παιχνίδι, που όποιος σπάσει πρώτος τη σιωπή, χάνει. Βγαίνει ο αδύναμος, αυτός που ακόμα νιώθει, αυτός που θυμάται, που δεν μπορεί να προχωρήσει παρακάτω. Μη θίξουμε τον εγωισμό μας πάνω από όλα και για να μη μας παρεξηγήσουν και μας ονομάσουν εγωιστές, τον βαπτίζουμε αξιοπρέπεια κι έτσι χάνουμε κάθε επαφή με όσους κάποτε νοιαστήκαμε κι αγαπήσαμε. Όλα αυτά στο όνομα μιας δήθεν αξιοπρέπειας.

Στο όνομα αυτής λοιπόν, παραμένω κι εγώ σιωπηλή. Μα εγώ τη φοβάμαι τη σιωπή. Δεν ήταν ποτέ φίλη μου, δε μου αρέσει. Η σιωπή απομακρύνει τους ανθρώπους και κρύβει μέσα της πολλές αλήθειες. Πιο πολύ όμως φοβάμαι τη μέρα που θα τη σπάσω την καταραμένη. Να το θυμάσαι, εκείνη την ημέρα θα ξεχυθούν από μέσα μου όλα αυτά που σου κρύβω τόσο καιρό, όλα αυτά που θέλω να σου φωνάξω για να φύγει όλος ο θυμός που σου κρατάω τόσο καιρό. Όλα τα «σ’αγαπώ», τα «μου λείπεις», τα «θέλω να σε δω», και τα «μείνε μακριά μου» .

Σου κρατάω θυμό γιατί έφυγες και πήρες μαζί σου τον καλύτερο μου φίλο. Μου στέρησες εσένα απ’ τη ζωή μου. Κι εγώ το μόνο που θέλω είναι να σου στείλω ένα μήνυμα. Να σου πω ότι είμαι καλά κι ότι τα καταφέρνω στη ζωή μου, ίσως να καπνίζω λίγο παραπάνω, γιατί τώρα δεν έχω κάποιον να με κράζει γι’ αυτό, και να μου λέει πως δεν το χρειάζομαι, αλλά δε βαριέσαι;

Τις συμβουλές σου, αυτές που δεν ακολουθούσα τότε, τις ακολουθώ τώρα. «Μην ενθουσιάζεσαι τόσο εύκολα» , αυτή σου η φράση δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με θύμωνε, έλα όμως που τώρα το κάνω κι αυτό. Δεν ενθουσιάζομαι πλέον τόσο πολύ, είμαι πιο προσγειωμένη πια, κι αυτό εξαιτίας σου. Ίσως αυτό είναι καλό ίσως κι όχι. Την «καλημέρα» σου και την «καληνύχτα» σου , ακόμα τις χρειάζομαι για να ξέρω πως είσαι εδώ. Μα αντί για αυτές το μόνο που παίρνω είναι η σιωπή.

Υπάρχουν όμορφες μέρες, υπάρχουν κι άσχημες. Τις άσχημες μου φταίνε όλα, μου φταις εσύ που λείπεις, μου φταίει η σιωπή σου  κι η απουσία σου. Παρ’ όλα αυτά είμαι εντάξει και χωρίς εσένα. Σε θέλω όμως ακόμα στη ζωή μου κι αυτό δεν αλλάζει. Θέλω να είσαι παρών, να μοιράζομαι μαζί σου την ευτυχία μου, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μου.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, εγώ, θα πάρω αγκαλιά τον εγωισμό μου, θα φορέσω το πιο όμορφο μου χαμόγελο, και θα σου στείλω ένα μήνυμα, ή θα σου στείλω εμένα πακέτο. Γιατί η σιωπή τελικά είναι για τους δειλούς, γι’ αυτούς που δεν έχουν το θάρρος και το θράσος να εκφραστούν. Γι’ αυτούς που βολεύονται στον καναπέ τους και κρύβουν μέσα της τα πιο έντονα συναισθήματα τους. Εγώ δε θα σε φοβηθώ, ούτε εσένα, ούτε αυτά που νιώθω. Γιατί πνίγομαι, γιατί δεν αντέχω, γιατί φοβάμαι τη σιωπή και την απουσία, γιατί ήσουν κάτι σπουδαίο και κάτι μεγάλο. Γιατί μου έδωσες το όνειρο, σε έναν κόσμο γεμάτο εφιάλτες.

 

Συντάκτης: Δέσποινα Τάμπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη