Γιατί τις νύχτες που σε αφήνω έξω απ’ το σπίτι σου πηγαίνεις ως την πόρτα σου πισωπατώντας μέχρι να με χάσεις απ’ τα μάτια σου και σχηματίζεις με τα χέρια σου καρδούλες γεμάτες παρόρμηση. Γιατί λίγα λεπτά αργότερα πριν φτάσω κι εγώ στο δικό μου, με παίρνεις τηλέφωνο. Δε γουστάρεις, βλέπεις, τις φορές εκείνες που χωριζόμαστε και θέλεις να το μοιραστείς μαζί μου σε συνδυασμό με μια καληνύχτα ή ένα γεια. Γιατί όπου και να είσαι, αν έχεις έστω κι ένα λεπτό κενό ανάμεσα στις υποχρεώσεις σου, θα περάσεις να μου δώσεις ένα φιλί κι έτσι θα φτιάξεις τη μέρα και των δυο μας.

Γιατί χαίρεσαι, νευριάζεις και σου περνάει με τον τρόπο που το κάνουν τα παιδιά. Ενθουσιάζεσαι και φοβάσαι σαν παιδί, αγαπάς σαν παιδί, δίνεσαι σαν παιδί, γκρινιάζεις σαν παιδί κι αμέσως μετά μεταμορφώνεσαι σε γυναίκα με την ίδια ευκολία. Επειδή θα σου βγει το ίδιο άνετα ένα μπινελίκι μ’ ένα νάζι κι είναι από εσένα και τα δύο το ίδιο καυλωτικά. Επειδή ακόμη κι όταν φοβάσαι, ίσως για λίγο σκαλώνεις, αλλά δε σταματάς τελικά πουθενά. Επειδή όταν κάτι σε πειράζει, όταν ζηλεύεις ή όταν με θέλεις δίπλα σου μου το λες χωρίς να στέκεσαι σε ηλίθιους εγωισμούς όπως κάνω πολλές φορές εγώ από ανασφάλεια.

Γιατί ενίοτε με εκνευρίζεις πολύ, αλλά ποτέ δε σε πτοούν τα πείσματά μου και δεν τα παρατάς ώσπου να καταλάβεις τι μου φταίει. Γιατί κάθε πρωί σηκώνεσαι πολύ πριν αποφασίσει το δικό μου μάτι ν’ ανοίξει, αλλά καθ’ οδόν για τη δουλειά, με παίρνεις τηλέφωνο μόνο και μόνο για να με ξυπνήσεις με την πιο γλυκιά ταραχή που έχει τη χροιά της φωνής σου. Κι έτσι εγώ πλέον δε γουστάρω ν’ αρχίζω τη μέρα μου χωρίς το μελωδικό, ενθουσιώδες, μακρόσυρτο «καλημέρα, μωρό μου!» που έχω συνδέσει με την πάρτη σου.

Γιατί τα μάτια σου είναι ό,τι πιο αθώο και πονηρό έχω συναντήσει κι όταν με κοιτάζεις αισθάνομαι λες κι είμαι όλος σου ο κόσμος κι ας ξέρω πως δεν μπορείς καν να εξηγήσεις πώς γίνεται αυτό.  Γιατί δεν ήμουν αυτό που φανταζόσουν ως ιδανικό σου, αλλά έγινα το ιδανικό σου μόνο και μόνο επειδή είμαι εγώ. Γιατί το ίδιο ισχύει και για μένα. Γιατί κατάφερες να σαρώσεις τα πάντα χωρίς καν να συνειδητοποιήσεις καλά-καλά πώς το πέτυχες. Γιατί το «σ’ αγαπάω» που μου είπες ήταν ό,τι πιο ειλικρινές έχω ακούσει στην πιο απρόσμενα πρόωρη στιγμή της ιστορίας μας. Γιατί δεν κατάλαβα από πού μου ήρθε κι ένιωσα ακριβώς το ίδιο την ίδια στιγμή.

Γιατί όποιος μας ξέρει, όποιος μας έχει ζήσει κι όποιος πρόκειται να μάθει για εμάς, νιώθει ή θα νιώσει λες κι αποτελεί μέρος ταινίας χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς το είδος της. Γιατί είσαι η πιο αλλοπρόσαλλη drama queen που έχω γνωρίσει κι ο πανικός σου είναι αληθινός, αλλά διαρκεί όσο θα διαρκούσε οτιδήποτε καταφέρνει για λίγο να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον ενός μωρού. Γιατί την ίδια στιγμή που θα φωνάξεις νευριασμένη «μη μ’ αγγίζεις!» θα γυρίσεις με την ίδια φυσικότητα να μου επισημάνεις γελώντας κάτι που σου φάνηκε αστείο πριν ξαναθυμηθείς ότι έχεις νεύρα μαζί μου για να το ξαναξεχάσεις λίγα λεπτά αργότερα.

Γιατί πριν κοιμηθείς θα γαντζωθείς πάνω μου θυμίζοντας νεογέννητο που ηρεμεί η ανάσα του στην αγκαλιά της μαμάς του ενώ λίγη ώρα νωρίτερα θα έχουμε κάνει σεξ μέχρι τελικής πτώσης και θα τα έχεις δώσει όλα στα κόκκινα. Γιατί μου μιλάς για όσα σκέφτεσαι και μου ζητάς να μοιραζόμαστε τα πάντα μεταξύ μας, αντί να το παίζεις δύσκολη για να πουλήσεις μούρη. Γιατί έρχονται ώρες που δεν μπορώ να βγάλω άκρη μαζί σου κι όμως στο τέλος της ημέρας καταφέρνεις να διατηρείς το πρόσημο της σχέσης μας θετικό κάνοντας κίνηση ματ έστω και την τελευταία στιγμή.

Γιατί πολλές φορές λόγω του ανώριμου, αντιδραστικού ή ρέμπελου χαρακτήρα μου, παίζεις εσύ τον ρόλο της «μαμάς» προσπαθώντας να συμμαζέψεις το σκορποχώρι της καθημερινότητάς μου, αλλά αντί ν’ αντιμετωπίσεις την κατάσταση ως αγγαρεία σου βγαίνει πάντα τρυφερότητα, ενδιαφέρον και μια δόση πλάκας απέναντι σε μια τόσο ξένη για τα δεδομένα σου συμπεριφορά. Γιατί υπάρχουν φορές που μουρμουρίζεις ακραία χαριτωμένες ασυναρτησίες καθώς σκέφτεσαι και παράλληλα παίρνεις γκριμάτσες μικρού παιδιού ενώ γελάς μόνη σου όταν σε παίρνω χαμπάρι.

Γιατί μόνο εσύ πιάνεις τα σαρκαστικά μου σχόλια κι ενώ το χιούμορ μου αγγίζει θερμοκρασίες παγόβουνου σε πιάνω να γελάς κοιτώντας με στα μάτια με νόημα όπως τότε που έγινε το «κλικ» μεταξύ μας. Γιατί έρχονται στιγμές που μοιάζουμε κι οι δυο μαστουρωμένες θαρρείς με τον ίδιο τον αέρα, όμως, ακόμη κι έτσι επικοινωνούμε περισσότερο απ’ τον καθένα. Γιατί όσο εύκολα μπορούμε να αλληλοπαρασυρθούμε σε διάφορους πειρασμούς μιας κι είμαστε εξίσου επιρρεπείς σε πολλές μικρές «αμαρτίες», το ίδιο εύκολα μπορούμε ν’ αποτελέσουμε κίνητρο η μία για την άλλη ώστε να βελτιωθούμε σε όσα μέχρι πρότινος δεν είχαμε καταφέρει.

Γιατί κάθε φορά που ανοίγεις διάπλατα αυτές τις ματάρες ανακαλύπτοντας τον κόσμο εξαιτίας μου σε διάφορους τομείς και μου γελάς, ένας ολοκαίνουργιος κόσμος γεννιέται και για μένα απ’ την αρχή. Γιατί ακόμη πιστεύεις ότι μπορείς να με διαχειριστείς, γιατί το θέλεις πολύ και το δείχνεις κι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο στο τέλος σε αφήνω να το κάνεις. Γιατί ακόμη κι αν κάποτε πάψεις να το καταφέρνεις ή κουραστείς, θα ξέρω ότι προσπάθησες κι ότι ήσουν ο εαυτός σου αλλάζοντας χίλια-δυο –δικά σου- πρόσωπα για να προσαρμοστείς στον κόσμο τον δικό μου. Στον κόσμο που θέλησες τελικά να κάνεις από δικό μου, δικό σου κι έκανες κι εμένα να θέλω όσο τίποτε να τα καταφέρεις.

Και τέλος γιατί μόνο εμείς οι δύο θα μπορούσαμε μέσα στα τραγούδια μας να συμπεριλαμβάνουμε το «Θεέ μου, μεγαλοδύναμε» και να θεωρούμε ρομαντικό το γεγονός ότι έχει συνδεθεί με όσα έχουμε περάσει. Στο λέω ξεκάθαρα λοιπόν, «εσύ μας έλειπες τώρα». Κι αφού ήρθες στο άκυρο το καλό που σου θέλω, μείνε όσο αντέχεις.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη