Δεν ξέρω αν σε άφησα ποτέ να με καταλάβεις. Δεν ξέρω αν πίστεψες έστω για μία στιγμή πως κάτι έχεις μάθει από μένα. Αν μπορείς να λες πως με ξέρεις έστω λίγο για χάρη όσων περάσαμε μαζί αλλά και χώρια. Τα δικά μας χώρια ήταν τόσο έντονα όσο και τα μαζί μας. Μας συμπεριλάμβαναν κι εκείνα όπως οι ελάχιστες στιγμές που ταυτίστηκαν με τα κλεφτά μας συναισθήματα. Ήξερες πως ήθελα να είμαι μαζί σου. Αυτό που δεν ήξερες ήταν πως ένα κομμάτι μου ήθελε να τρέξει μακριά, όπως έκανε πάντα.

Με τρόμαξες τόσο που εξεπλάγην απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό όταν για χάρη σου τον αψήφησα. Μόνο και μόνο για να σου πω όσο ντόμπρα δεν είχα μιλήσει ποτέ σε άνθρωπο ως τότε πως σε ήθελα. Και πόσο σε ήθελα, τόσο που δε με ένοιαζε πια κανένας και τίποτε άλλο πέρα από εσένα και το πώς θα σε είχα έστω για μία γαμημένη νύχτα όπως εκείνη που κλότσησα σαν ευκαιρία που δεν ξαναγυρνάει.

Και μετά τι; Κανείς δεν έμαθε τη συνέχεια της δικής μας άτυπης συνέχειας. Κανείς δε θα μάθει ποτέ αν θα μπορούσε να υπάρξει ξηγημένο τέλος σε κάτι τόσο ανεξήγητο. Ξεθωριάζεις. Μα πού και πού ξεφυτρώνει κι από κάτι ίσα να με πονέσει για ένα δέκατο του δευτερολέπτου σαν παραχωμένη όπως-όπως ανάμνηση. Σαν μια νοσταλγία που δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά κι έγινε μελαγχολία. Υπάρχουν νύχτες που νιώθω λες κι οι αναμνήσεις μας υπνοβατούν για να συναντηθούν κρυφά πίσω απ’ την πλάτη μας. Για να βρεθούν χωρίς εμάς που μόνο εμπόδια βάζαμε η μία στην άλλη.

Πόσες φορές σου είχα πει ότι εμείς οι δύο μοιάζουμε, θυμάσαι; Θα έχεις βαρεθεί ήδη να με ακούς να το λέω. Μα πίστεψέ με υπάρχουν στιγμές που ο φόβος μου για τον έρωτα και την κατάληξή του με κάνει να σου δίνω δίκιο. Με έχω πιάσει να σε σκέφτομαι –όλο και πιο σπάνια μπορώ να πω– καθώς παραδέχομαι με πικρία πως ίσως και να ήξερες τι έκανες τελικά. Ίσως εσύ κι η αλλοπρόσαλλη ανώριμη συμπεριφορά σου ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί σε μια ιστορία πραγματικού έρωτα που επιθυμεί να παραμείνει «αιώνιος».

Ονόμασέ το όπως θέλεις, μου είχες πει. Καψούρα, αγάπη, κόλλημα, έρωτα. Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι ήταν, δεν ξέρω κι αν με ενδιαφέρει όντως να το βαφτίσω με κάτι από όλα τα παραπάνω. Κι απ’ τη δική σου πλευρά μόνο όσα δεν παραδέχτηκες ίσως ξέρουν τι παίζει να ένιωσες κι εσύ για μένα. Σε νοιάζει; Τώρα πια σίγουρα όχι. Λένε πως δεν αξίζει σε κανέναν ένα τέλος ανεξήγητο. Ίσως όμως, όπως σου είπα, μόνο ένα τέτοιο να αξίζει σε όσες ιστορίες δε θέλουν πραγματικά να τελειώσουν.

Σε κρατάω μέσα μου. Και πάω παρακάτω. Λέω να δώσω πια μια ευκαιρία σε όσα με φοβίζουν κι ας τα δω να σκοτώνονται απ’ τον αμείλικτο χρόνο και τη φθορά του. Ίσως κάποτε να καταφέρω να τον νικήσω χωρίς να χρειαστεί να πληγωθώ ή να πληγώσω, πού ξέρεις;

Εμάς τις δύο δε μας έκατσε ποτέ καλά ένα συμβατικό τέλος. Φθείραμε η μία την άλλη για να μείνουμε άφθαρτες η μία για την άλλη. Ως απουσίες. Ως αναμνήσεις. Ως χαμόγελα που δεν ξέρουν πότε κι αν θα ξανασυναντηθούν. Ως ματιές που δεν ξέρουν πότε κι αν θα διασταυρωθούν πάλι. Ως αγκαλιές που είναι πλέον σχεδόν απίθανο να ενωθούν με τον ίδιο τρόπο, όπως τότε. Ως δυο εραστές που πολέμησαν τον χρόνο αυτοκτονώντας.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη