Σχεδόν κάθε τομέας της ζωής μας, προκειμένου να επιτευχθεί, χρειάζεται εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι ένας φαύλος κύκλος, ικανός να παγιδεύσει το άτομο σε αδιέξοδα που από μόνα τους είναι αρκετά για να προκαλέσουν ακόμη χαμηλότερη αυτοεκτίμηση.

Τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση τις περισσότερες φορές βιώνουν υψηλό άγχος όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με την ίδια τη ζωή. Καταλήγουν, δυστυχώς, δυσλειτουργικά σε πολλές εκφάνσεις της κι αυτό όχι επειδή στερούνται ικανοτήτων, αλλά επειδή τα ίδια επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στα αρνητικά, τόσο του εαυτού τους όσο και των καταστάσεων που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν συνήθως γιγαντώνοντάς τα.

Είτε λόγω βιωμάτων είτε λόγω καταλοίπων, οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση καταλήγουν να πιστεύουν πως δεν είναι ικανοί να φέρουν εις πέρας μια δραστηριότητα και παράλληλα φοβούνται την κριτική των άλλων. Αυτό τους θέτει στο περιθώριο, τους προκαλεί αγωνία, ντροπή, τείνουν να προτιμούν την απομόνωση, δύσκολα παίρνουν πρωτοβουλίες ή υποστηρίζουν σθεναρά μπροστά σε άλλους τις απόψεις τους κι ως αποτέλεσμα των παραπάνω δυσκολεύονται τόσο στο εργασιακό περιβάλλον τους όσο και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις καταλήγοντας εν τέλει να επιβεβαιώνουν με τη στάση ζωής τους το αίσθημα της αποτυχίας απ’ το οποίο διακατέχονται.

Πολλές φορές, άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση πάσχουν παράλληλα από κοινωνική φοβία. Συνήθως το ένα οδηγεί στο άλλο μιας κι είναι τελικά συχνά αλληλένδετα. Η κοινωνική φοβία είναι μια αγχώδης διαταραχή η οποία πολλές φορές συγχέεται με την αγοραφοβία ακόμη κι απ’ τους ίδιους τους ειδικούς της ψυχικής υγείας. Στην κοινωνική φοβία το άτομο νιώθει μεγάλο άγχος, που θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και κρίσεις πανικού, όταν βρίσκεται σε καταστάσεις έκθεσης του εαυτού του μπροστά σε κόσμο. Νιώθει πως όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω του και φοβάται την κατάκριση των υπολοίπων. Σπανίως ξεκινά συζητήσεις σε μια παρέα κι όντας σιωπηλό περνά συχνά απαρατήρητο κάτι που ενισχύει την πεποίθησή του πως κανείς δεν το επιλέγει.

Δεν καταπιάνεται με δραστηριότητες που θα μπορούσαν να τραβήξουν –όπως το ίδιο νιώθει– την προσοχή των άλλων φοβούμενο πως αν κάτι κάνει λάθος θα γίνει ρεζίλι κι αντικείμενο χλευασμού. Αυτό όπως είναι αναμενόμενο αυξάνει το άγχος του κι έτσι καταλήγει να φοβάται πως κι ο ίδιος του ο πανικός θα το οδηγήσει σε περίεργες συμπεριφορές ή λάθη κι ως εκ τούτου ξανά στην κατάκριση του περιβάλλοντός του.

Ο λόγος που συγχέεται πολλές φορές η αγοραφοβία με την κοινωνική φοβία είναι κάποιες κοινές συμπεριφορές των ατόμων που πάσχουν είτε απ’ τη μία είτε απ’ την άλλη. Και στις δυο περιπτώσεις αποφεύγουν τα μέρη με πολύ κόσμο –όπως τα ΜΜΜ– κι επιλέγουν συνήθως την απομόνωση. Αυτό που διαφέρει είναι οι αιτίες εκδήλωσης αυτής της στάσης. Στην αγοραφοβία το άτομο πανικοβάλλεται στην ιδέα ότι κάτι κακό θα μπορούσε να του συμβεί όσο βρίσκεται μέσα σε κόσμο ή κάπου από όπου αισθάνεται πως δεν έχει εύκολη διέξοδο και κανείς δε θα το βοηθήσει. Αυτή η σκέψη οδηγεί πολλές φορές στις κρίσεις πανικού που η ιδέα τους και μόνο το κάνει να αισθάνεται ακόμη πιο ευάλωτο.

Στην κοινωνική φοβία το άτομο αποφεύγει τον κόσμο φοβούμενο πως θα γίνει, όπως είπαμε, αντικείμενο κριτικής ή χλευασμού. Το αποτέλεσμα είναι μεν το ίδιο, άλλα τα ψυχολογικά αίτια κάπου διαχωρίζονται. Χωρίς να σημαίνει πως η χαμηλή αυτοεκτίμηση δε συναντάται σε άτομα με αγοραφοβία, ωστόσο συνδέεται πιο άμεσα με την κοινωνική φοβία για ευνόητους λόγους.

Τα καλά νέα είναι πως τόσο η χαμηλή αυτοεκτίμηση όσο κι η κοινωνική φοβία, με την οποία πολλές φορές συνδέεται, αντιμετωπίζονται. Μία απ’ τις ενδεδειγμένες μεθόδους ψυχοθεραπείας για τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε να είναι η γνωσιακή-συμπεριφοριστική μέθοδος, που θέτει ως πρωταρχικό στόχο την εκπαίδευση του ατόμου σε κοινωνικές δεξιότητες και την προσπάθεια για αλλαγή των διαστρεβλωμένων σκέψεων που έχει για τον εαυτό του, όπως λέει ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, Βασίλης Γεωργαλάκης σε σχετικό άρθρο του.

Όταν ένας άνθρωπος λόγω εμπειριών ή τραυματικών βιωμάτων, ακόμη κι αν κάποια απ’ τα αίτια είναι κληρονομικά ή προκλήθηκαν λόγω παρόμοιων προτύπων μέσω της οικογένειας, καταλήγει να υποτιμά ο ίδιος τον εαυτό του δεν είναι απλώς δικαίωμά του, αλλά κατά κάποιον τρόπο υποχρέωσή του να στρέφεται στην ψυχοθεραπεία. Κι αυτό όχι επειδή είναι αναγκασμένος από κάποιον τρίτο, αλλά επειδή είναι κρίμα ο οποιοσδήποτε από εμάς να μην έχει το θάρρος της ύπαρξής του στη ζωή.

Είναι κρίμα να μην μπορεί να δει τα όμορφα κομμάτια του, είναι κρίμα να φοβάται τα σκοτάδια του, είναι κρίμα να ντρέπεται γι’ αυτό που είναι χάνοντας στιγμές που δε θα του επιστραφούν. Ακόμη πιο κρίμα, όμως, είναι να σκέφτεται πως δεν αξίζει τίποτε ενώ σίγουρα αξίζει πολλά όπως όλοι μας -ο καθένας με τον τρόπο του και στον δικό του τομέα.

Δεν είναι ντροπή ούτε δείγμα αδυναμίας να ζητάμε βοήθεια όταν περιορίζεται η ποιότητα ζωής μας. Δεν είναι ντροπή οι όποιες υπάρχουσες αδυναμίες μας. Δεν είναι ντροπή τα ευάλωτα κομμάτια μας. Είμαστε άνθρωποι κι έχουμε όλοι ελαττώματα και προτερήματα. Το κακό είναι όταν επιλέγουμε να εστιάζουμε μόνο στα μεν ή τα δε. Το να αποφασίζει κανείς να αντιμετωπίσει όσα τον κρατάνε πίσω είναι παλικαριά που χρωστάμε ο καθένας στον εαυτό του πρώτα και πάνω απ’ όλα.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη