Υπήρχαν φορές που ένιωθα πως δεν ήμουν άξια για σένα. Τα μυαλά μου ήταν πάντα πάνω απ’ το κεφάλι μου, επέλεγα πάντα παράλληλα σύμπαντα για να περνάω την ώρα μου κι ενώ εσύ προχωρούσες, εγώ συνειδητά σκαλωμένη στη μετεφηβεία, συνέχιζα να ζω σαν φοιτήτρια επιλέγοντας να μην ασχολούμαι με τα καθημερινά προβλήματα των κοινών θνητών.

Ζητούσα πάντα στη ζωή μου την καύλα πίσω από όλα όσα έκανα, παθιαζόμουν με πράγματα πέρα από ό,τι πρακτικό θα έπρεπε να μ’ απασχολεί ώστε να μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και να επιβιώσω προσφέροντάς σου κι εσένα τη σταθερότητα που σου άξιζε.

Ήμουν όντως ασταθής, ήμουν συναισθηματικά ανώριμη, φέρθηκα σκάρτα κι όλα αυτά σε ποιον; Στον μέχρι πριν λίγο καιρό άνθρωπό μου. Σου μίλησα κάποιες φορές από τότε που χωρίσαμε, ή μάλλον προσπάθησα. Όπως ήταν λογικό κάθε φορά μου γινόταν όλο και πιο σαφές ότι μάλλον σου είναι αδύνατον να με συγχωρέσεις. Ξανά.

Κάτι μέσα μου συμπλήρωνε τις φράσεις σου κάθε φορά που μου απαντούσες έστω και ψυχρά, με μισή καρδιά ή επιθετικά, λιγότερο απ’ όσο μου άξιζε. Το να μπω στη θέση σου μου ήταν βάναυσο, αβάσταχτο θα έλεγα, μα ξέρω πως δε θα μπορούσα κιόλας. Συνειδητοποιώ τις ώρες που δε βρίσκομαι σε άρνηση ότι μόλυνα ακόμη και τις πιο όμορφες αναμνήσεις μας. Προσπαθώ να φανταστώ τι θα μπορούσες να μου πεις αν μιλούσαμε κάποια στιγμή ξανά από κοντά. Κι έχω κάνει πολλές φορές την προσπάθεια να μου μιλήσω αντί για σένα. Όπως απόψε:

«Δεν είναι ότι μετανιώνω για κάτι. Θα ήταν εξάλλου σαν να μετανιώνω για ένα μεγάλο κομμάτι της ίδιας μου της ζωής. Εσύ ήσουν αυτό και σε επέλεξα με όλη τη σημασία της λέξης. Σε επέλεξα για τα όμορφα στοιχεία σου, μα περισσότερο, αφού μπορώ να λέω πως σε διάλεξα, ήσουν όντως επιλογή μου ακόμη και για τα άσχημά σου. Τα ήξερα. Τα έβλεπα. Και τα αποδεχόμουν. Γιατί αυτό είναι αγάπη, ξέρεις. Να αγαπάς και να δέχεσαι τον άνθρωπό σου όπως είναι. Να τον στηρίζεις στις δικές του επιλογές, να είσαι δίπλα του τιμώντας τη σχέση σας, να σέβεσαι τη διαφορετικότητά του και τον ίδιο. Δε με σεβάστηκες. Μου φέρθηκες τόσο σκάρτα που αναρωτιέμαι τι θα μπορούσες να μου είχες κάνει αν δεν ισχυριζόσουν ότι μ’ αγαπάς. Πρόδωσες όχι μόνο την τυφλή εμπιστοσύνη που σου είχα –κι ας ήξερα πως ίσως δεν την άξιζες–, αλλά κι εμένα την ίδια, αφού όσον καιρό ήμουν μαζί σου κυριολεκτικά σου τα έδωσα όλα.

Και τώρα νιώθω πως όλος αυτός ο καιρός που μοιραστήκαμε για μένα ήταν χαμένος χρόνος. Σκέψου το. Δεν είναι κρίμα; Έδωσα τα πάντα για να πάρω στο τέλος τ’ αρχίδια μου απ’ τον άνθρωπο που έβαζα πάνω από όλους κι από όλα. Ήσουν η πρώτη μου επιλογή. Η προτεραιότητά μου. Έκανα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου για να σου το δείχνω, να σε κάνω χαρούμενη και να σε βλέπω να γελάς γιατί έτσι ένιωθα κι εγώ χαρούμενη δίπλα σου. Μα ποτέ τίποτε δε σου ήταν αρκετό. Ήξερες μόνο να ζητάς, να παραπονιέσαι και σπάνια έδινες. Έφτασες στο σημείο να απομακρυνθείς τόσο που έψαχνα τα βράδια να σε βρω δίπλα μου στο κρεβάτι, μα εσύ ήσουν αλλού. Είτε στ’ αλήθεια είτε μεταφορικά μα πάντα αλλού.

Σου είχα πει αμέτρητες φορές πως εσύ ήσουν για όλα το κίνητρό μου. Κι εσύ στεκόσουν στο ότι ο τρόπος έκφρασής μου δεν ταίριαζε με τα γούστα σου μέχρι που με πάτησες κάτω με τον χειρότερο τρόπο. Τώρα, λοιπόν, να πούμε τι; Γιατί σε νοιάζει το τι κάνω, πώς περνάω κι αν σε σκέφτομαι; Με ποιο δικαίωμα; Ναι, σε σκέφτομαι. Όταν περνάω άσχημα, όταν μου τριβελίζουν το μυαλό μπελάδες και προβλήματα, όταν συναντάω ανθρώπους τοξικούς, προδοσίες και πληγές τότε, ναι, σε σκέφτομαι. Γιατί, βλέπεις τα κατάφερες έτσι που ταυτίστηκες τελικά μέσα μου με όλα όσα φοβόμουν, με κάθε άσχημο συναίσθημα που θα μπορούσε άνθρωπος να μου δημιουργήσει κι όλα αυτά στα άκρα γιατί ήσουν εσύ. Εσύ που κάποτε στα μάτια μου ήσουν η προσωποποίηση του έρωτα και της αγάπης.

Της αγάπης, ναι. Μα τι σου λέω. Ποτέ σου δεν έμαθες να αγαπάς κανέναν πέρα απ’ τον νάρκισσο εαυτό σου που πάντα ήθελες να λατρεύεται απ’ τους άλλος σαν θεός. Μη με ρωτάς αν σε σκέφτομαι, λοιπόν, γιατί αυτά που έχω να σου πω δε θα σου αρέσουν καθόλου. Η λέξη «ανώριμη», αυτή σε θυμίζει. Κι άλλες πολλές μα καμιά τους δεν είναι όμορφη. Η λέξη «μαλάκας». Η λέξη «αναίσθητη». Η λέξη «ανασφαλής». Η λέξη «πόνος». Η λέξη «θάνατος», αφού όσο μελό κι αν ακουστεί εγώ για σένα πέθανα όπως κι όλες οι καλές μας αναμνήσεις. Για την ακρίβεια εσύ φρόντισες γι’ αυτό.

Δε θέλω να σε σκέφτομαι. Γιατί προσπάθησα τόσο πολύ να ξανασταθώ στα πόδια μου μετά από όλα όσα μου έκανες, που εσύ ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα δε θα μπορέσεις να φανταστείς πως επρόκειτο για έναν προσωπικό άθλο. Είμαι περήφανη για τον εαυτό μου που τα κατάφερα. Και τώρα είμαι καλά. Μα για να παραμείνω καλά κι ήρεμη, όχι, δε σε σκέφτομαι. Γιατί δε μου έχει μείνει πια τίποτε καλό από εσένα».

Μακάρι κάποτε να μπορέσεις να μάθεις πόσο έχω μετανιώσει για τον τρόπο που σου φέρθηκα. Μα ξέρω πως μόνο αν ήσουν μέσα στο κεφάλι μου θα μπορούσες να πιάσεις ακριβώς όλα όσα νιώθω εγώ όταν σκέφτομαι εσένα. Εγώ δε θα με συγχωρήσω ποτέ. Γι’ αυτό και δεν μπορώ πια να ζητάω από σένα να το κάνεις.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη