Κάτι περίεργες νύχτες με παρέα ή χωρίς, τότε που σε πνίγουν οι σκέψεις κι η καψούρα βαράει κόκκινο, αποφασίζεις ότι θα σε βοηθούσε ίσως το να έπνιγες κι εσύ τα βάσανά σου στο αλκοόλ. Κάπως έτσι κάνεις γι’ αρχή κεφάλι μέχρι να γίνεις τις περισσότερες φορές τελείως φέσι μπας και «ξεχάσεις» έστω για λίγο όλα εκείνα που δε λένε ν’ αφήσουν το μυαλό σου ήσυχο κι εσένα να ανασάνεις. Όλα εκείνα που έχουν καρφωθεί μέσα σου σαν έμμονες ιδέες κι άλλα τόσα που σαν χείμαρρος θα ξεπεταχτούν με την πρώτη ευκαιρία όταν η γλώσσα σου θα λυθεί αφού πια οι αντιστάσεις σου θα έχουν πέσει. Γιατί δεν είναι ότι θα θες να ξεχάσεις τελικά αλλά να ξεσπάσεις.

Δίπλα σου οι φίλοι περιμένουν να ξανακούσουν για απειροστή φορά το δικό σου παραλήρημα για τα δυο μάτια που δε λες να σταματήσεις να σκέφτεσαι, για όλα εκείνα τα γιατί που έγιναν οι Ερινύες σου, για τ΄απωθημένα που κουβαλάς σαν παράσημα καιρό τώρα, για ένα σωρό αναπάντητα ερωτήματα ερωτικής συνήθως ή και όχι φύσεως. Τα φιλαράκια σου πάντα θα είναι εκεί όπως κι οι συμβουλές, οι παρηγοριές, ακόμη κι οι σιωπές τους όταν θες να ξεσπάσεις και το ξέρεις. Τους φίλους σου όμως τους έχεις βάλει μετά από τόσον καιρό σε ένα τριπάκι ίδιο με το δικό σου θέλοντας και μη. Έχουν πάψει πλέον να είναι το τρίτο μάτι κάθε πονεμένης σου ιστορίας.

Τη ζήσανε και την ξαναζήσανε δίπλα σου αλλά και μέσα από τις εξομολογήσεις σου αμέτρητες φορές, την ανέλυσαν για σένα άλλες τόσες, τα ξέρουν πια σαν να επρόκειτο για δικές τους αναμνήσεις. Εκείνοι έχουν το θάρρος να σε πούνε και μαλάκα ώστε να ταρακουνηθείς ξανά και ξανά κι ίσως κάποιες φορές δεν είναι η καλοπροαίρετη κριτική που έχεις ανάγκη αλλά λίγο ντάντεμα ή έστω ένα αφτί που να μην έχει ξανακούσει χιλιάδες νύχτες τη φωνή σου να κλαίγεται. Άσε που κι εσένα σου σπάει τα νεύρα ο επαναλαμβανόμενος σε ένα μοτίβο κολλημένης βελόνας εαυτός σου. Έχεις βαρεθεί ν’ ακούς τα ίδια και τα ίδια στα ίδια τα οποία εσύ λες. Έλα όμως που οι πόρνες σκέψεις όταν μεθάς φεύγουν από το κεφάλι σου φουριόζες χωρίς να σε ρωτήσουν.

Όταν μεθάς πρέπει να τα πεις. Όταν μεθάς επιβάλλεται να μιλήσεις, επιβάλλεται να ξεσπάσεις, να φύγουν από μέσα σου οι τοξίνες των ερώτων, των ανεκπλήρωτων, των αναμονών, των χαμένων ευκαιριών κι ας ξυπνήσεις το επόμενο πρωί κομμάτια ίσως και χειρότερα από πριν. Εκείνη την ιερή στιγμή του μεθυσμένου που χώνει στη μοίρα του και τη ζωή του όλοι πρέπει να τη σεβόμαστε γιατί κρύβει έστω και διογκωμένες αλήθειες γυμνές. Κι αφού πρέπει να τα πεις ευτυχώς υπάρχουν κι εκείνα τα βράδια που από το πουθενά σκάει ένας άγνωστος σε σένα δίπλα σου είτε γνωστός γνωστού της παρέας σου είτε ο μπάρμαν είτε οποιοσδήποτε άλλος που με οποιονδήποτε τρόπο βρέθηκε μπροστά σου και κάπως έτσι λέει το υποσυνείδητό σου πιο εξωστρεφές ξαφνικά από ποτέ «όπα, εδώ είμαστε». Κι αφήνεσαι. Δε σε νοιάζει ποιος είναι, η ιδιότητά του, αν θα τον ξαναδείς, αν θα σε συμπαθήσει, αν θα σε περάσει για τρελό, αν θα ταυτιστεί ή αν θα σε βαρεθεί αρρωστημένα. Αρκεί να σου προσφέρει ευγενικά τ’ αφτιά του και να σου δώσει ένα στοιχειώδες feedback ώστε να καταλάβεις ότι τα λεγόμενά σου έχουν έστω και μια τυπική ανταπόκριση.

Όσα σου βγαίνουν να πεις σε έναν άγνωστο τις πιο ευάλωτες στιγμές σου όπως τότε που είσαι πιωμένος είναι ίσως οι πιο καθαρόαιμες σκέψεις σου αφιλτράριστες. Θες επειδή ακριβώς είναι παρθένος ο οργανισμός του από τις κλάψες σου, θες επειδή ενδόμυχα πιστεύεις ότι δε θα έχει εκείνος το θάρρος να σε κράξει, θες επειδή τον θεωρείς πιο αντικειμενικό από τους ανθρώπους που έζησαν μαζί σου όλα σου τα προβλήματα, θες επειδή δεν ξέρεις καν αν θα τον ξαναδείς φεύγουν οι λέξεις πιο καταιγιστικά από κάθε άλλη φορά. Κι εσύ νιώθεις την ανάγκη να τα πεις όλα με κάθε λεπτομέρεια γιατί ο άγνωστος δεν ξέρει τίποτε, σε ακούει για πρώτη φορά. Και τα λες όλα μαζί δίχως να σου ξεφεύγει ούτε κόμμα αφού έχεις το δικαίωμα πια μιας και δε στέκεται απέναντί σου ένας φίλος που είναι έτοιμος να σου πει ανά πάσα στιγμή «ναι, τα ξέρω όλα αυτά, παρακάτω».

Κι αυτό είναι που νώθεις ότι χρειάζεσαι. Να ξαναπείς την ιστορία σου χωρίς εκπτώσεις. Να δώσεις έμφαση σε κάθε πιθανό σημείο που θα μπορούσε να φέρει την πολυπόθητη εξήγηση την οποία λαχταράς. Θες να το ξαναζήσεις στα γερά αυτό που έχεις χάσει σε όλο του το μεγαλείο μέσα από την διήγησή σου. Θες να φωτίσεις όλα τα ενδεχόμενα, κάθε λέξη που ειπώθηκε, κάθε βλέμμα γεμάτο νόημα, κάθε χαμόγελο, καθετί που μοιράστηκες μ’ εκείνον ή εκείνη που δε λέει να ξεκουμπιστεί απ’ το κεφάλι σου. Έτσι αναβιώνεις μέσα σου τα πάντα σε μια μαζοχιστική ανάγκη να μην τ’ αφήσεις να σου φύγουν ποτέ αλλά ελπίζεις και στην πιθανότητα ο άγνωστος να καταλάβει κάτι παραπάνω από εσένα και την παρέα σου με τα στοιχεία που του έχεις δώσει. Κατά προτίμηση κάτι που να σε συμφέρει. Όπως, ας πούμε, ότι σε γουστάρει ακόμη ο τάδε ή η δείνα αλλά δεν ξέρω κι εγώ τι τον ή την εμποδίζει από το να είναι εδώ τώρα μαζί σου.

Όχι φυσικά ότι είναι μόνο η καψούρα θέμα για συζήτηση ή μονόλογο με τον άγνωστο φίλο σου. Απλώς καλώς ή κακώς είναι για όλους μας ο πρώτος κυρίαρχος λόγος εξαιτίας του οποίου θα θέλουμε να γίνουμε και πάλι απόψε σκουπίδια όπως και κάθε απόψε ώσπου να μουδιάσει ο πόνος. Και κάπως έτσι ένας τυχαίος περαστικός από τη ζωή σου γίνεται μάρτυρας της πιο μεγάλης σου αλήθειας. Ίσως ξαναβρεθείτε, ίσως όχι. Ίσως καταλήξετε να κάνετε παρέα ίσως παραμείνετε ο ένας για τον άλλον δυο άγνωστοι που κάποτε μοιράστηκαν πολλά. Όπως και να ΄χει είναι λυτρωτικό το να μιλάς σε κάποιον που σε ακούει για πρώτη φορά γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις η αποστασιοποίηση του αγνώστου καταλήγει να γίνεται η πιο ζεστή «αγκαλιά» κι η πιο ανθρώπινη παρηγοριά. Έστω για μια νύχτα.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή