Αφού αντέχεις τις φορές που με παίρνει ο δρόμος και χάνομαι, κατάφερες να γίνεις για μένα το πιο έντονο «μαζί». Δε σου λέω ότι όλα δίπλα μου είναι ρόδινα. Ποτέ δεν ήταν και δε νομίζω να γίνουν όσο κοιτάζω τη ζωή μου ως εκεί που φτάνει η επόμενη στιγμή.

Καβάλα σε λεπτοδείκτες με θυμάμαι από παιδί, κορόιδευα το χρόνο κι έπαιζα μαζί του. Δεν ήθελα, βλέπεις, να περάσει χωρίς να έχω μαζέψει στο ιστορικό μου όσες περισσότερες αναχωρήσεις μπορώ. Με το ένα πόδι είμαι στο εδώ και στο τώρα με το άλλο στο αλλού και σ’ ένα παράλληλο παρόν.

Τώρα τελευταία το «καφράκι» σου τρώει, που λες, φλασιές υπερ-ρομαντισμού. Καταλαβαίνεις πού αναφέρομαι, πάντα ένα σου χαμόγελο υπογραμμίζει όσες ατάκες μου ξεφεύγουν όταν είμαστε μαζί και ξέρεις πως σε καμία άλλη περίπτωση δε θα ξεστόμιζα τέτοια πράγματα εγώ.

Άκου, λοιπόν, να σου πω τι έπαθα μαζί σου. Θα γελάσεις, είμαι σίγουρη, δε με έχεις συνηθίσει ακόμη έτσι. Σκάλωσα, φίλε, με τα μάτια σου γιατί μέσα τους αντίκρισα ταξίδια. Ταξίδια απρογραμμάτιστα, του δρόμου. Εκείνα τα χύμα ταξίδια των τολμηρών απένταρων παρορμητικών καλλιτεχνάδων της ίδια της ζωής, που την ψάχνουν αλλιώς τη δουλειά και βρίσκουν το νόημα φτιάχνοντάς το οι ίδιοι με εμπειρίες τρελές, ανήλικες.

Ταξίδια χωρίς προορισμό, γεμάτα διαδρομές, άχρονα μα πολύχρωμα, πολυπρόσωπα, χωρίς συγκεκριμένη εποχή, που όμως πάντα μυρίζουν άνοιξη κι εσύ ιδρώνεις σε κάθε φευγιό λες κι είναι ντάλα καλοκαίρι. Ιδρώνεις από έρωτα, κάβλα, εφηβική απερισκεψία και ξαναμμένες ανάσες. Από ιστορίες γι’ αγρίους δίπλα σε φωτιές κι από αφιλτράριστες μεθυσμένες σκέψεις που γίνονται φωνές και τις παίρνει ο άνεμος. Τέτοια ταξίδια είδα στα μάτια σου κι ερωτεύτηκα τους κόσμους σου όπως όλους αυτούς τους κόσμους που λαχταρούσα από μικρή κάποια μέρα να γνωρίσω.

Μα δε σου είπα κάτι ακόμη το οποίο σε σένα έκανε τη μεγάλη διαφορά. Αυτό το χάος που έχω για μυαλό -αυτό που όταν δε φεύγω εγώ, φεύγει μόνο του και μ’ εκβιάζει να το ακολουθήσω- από τότε που σε γνώρισα απέκτησε στα καλά καθούμενα συνεπιβάτη. Εκεί που το έπαιζα ιστορία και γούσταρα μοναχικότητα, πουλούσα μυστήριο και την έκανα κάθε που βαριόμουν μ’ ελαφρά, ήρθε η αφεντιά σου και θρονιάστηκε πλάι μου με το έτσι θέλω.

Και γούσταρα, σου λέω, γούσταρα πολύ τον ρέμπελο έρωτά σου. Γουστάρω που δε σκαμπάζεις μπροστά σε κανέναν και τίποτε, που είσαι κι εσύ γεμάτη εκρήξεις, που στοιχειώνεσαι από τάσεις φυγής και πιο πολύ που ‘χεις τα guts να παραδέχεσαι ότι τώρα πια κι εσύ θα έφευγες μαζί μου.

Δε με νοιάζει αν θα έχω βάση, μάτια μου. Δεν υπάρχει βάση όταν όλα αλλάζουν κι εμείς απλώς δαμάζουμε τη φθορά πραγματοποιώντας απωθημένα. Βάση μου θα είσαι εσύ μέχρι όπου φτάσουμε. Καβάλα σ’ ένα από αυτά τα ρετρό βανάκια, τα γνωστά χίπικα Volkswagen ταξιδεύει ο δικός μας έρωτας. Σκαλωμένος κάπου εκεί γύρω στα τέλη μιας teen εποχής διασχίζει χαωμένος, επιπόλαιος για τους πολλούς μα πιο αποφασισμένος από ποτέ ό,τι γοητευτικότερο έχει να μας προσφέρει αυτή η ζωή: το άγνωστο.

Κι εγώ σε παίρνω κάθε μέρα και φεύγουμε γι’ αλλού, μακριά απ’ όλους. Απ’ όλους εκείνους που μεγάλωσαν και καλά στην ώρα τους, μακριά από αυτούς που κατάλαβαν ωριμάζοντας τι σημαίνει ρεαλισμός, πέρα απ’ το κάδρο της δικής τους ευνουχισμένης τελικά φαντασίας.

Μακριά κι απ’ όλα όσα στοιχειώνουν εμάς τις ίδιες θα σε πάρω. Γιατί κι εμείς άνθρωποι είμαστε, μωρό μου, κι όταν σε βλέπω να σκοτεινιάζεις έστω για λίγο, θεριεύω λες και θέλω να σε σώσω από τέρατα και δράκους. Ξέρεις τι σκέφτομαι όταν σε κρατάω αγκαλιά και χάνεσαι προσπαθώντας να με βρεις εκεί όπου έχω χαθεί πρώτη εγώ; Ότι θέλω να γυρίσουμε παρέα όλον τον κόσμο σ’ ένα road trip που μόνο ένας τρελός συλλέκτης εικόνων θα επιχειρούσε.

Ένας τρελός όπως εγώ. Ή εσύ. Ή καλύτερα εμείς. Έτσι τρελός και φευγάτος είναι ο δικός μας ο έρωτας. Ένας έρωτας χωρίς βάση. Μόνο γερά θεμέλια έχει. Μέσα μας. Κι αυτά τα θεμέλια είναι οι μοναδικές αποσκευές που θα κουβαλάμε μαζί μας παντού στο τέλος κάθε μέρας. Τι άλλο θέλουμε εξάλλου αν όχι η μία την άλλη –για πες;

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη