Απ’ το πουθενά μπούκαρες μέσα μου. Όπως ο ίδιος ο έρωτας, τι να λέμε. Έτσι είναι. Εκεί που δεν το περιμένεις και σκέφτεσαι πως στη ζωή σου δε θα γινόταν να είχες μπλέξει περισσότερο τα πράγματα, τσουπ, να σου ο τρελός με το βέλος στην επόμενη γωνία, ορμάει κατά πάνω σου φορτσάτος και γελώντας με τα μούτρα σου τα χαωμένα. Έτσι την έπαθα κι ακόμη δεν έχω καταλάβει από πού πετάχτηκες ζωσμένη με τα δικά του βέλη. Και να σκεφτείς ότι δε μου έλειπαν τότε τα βάσανα, ρε βάσανο. Όμως εσύ έπρεπε να συμβείς. Γιατί εσύ ήσουν το κάτι άλλο.

Είχαν παλέψει πολλοί άνθρωποι να με βγάλουν απ’ τον συναισθηματικό φαύλο κύκλο στον οποίο είχα μπλέξει όταν ξαναβρεθήκαμε, μέχρι που άρχισα να γνωρίζω εσένα λίγο καλύτερα. Πρώτα ξεθόλωσα όταν αναμετρήθηκα με τα μάτια σου σε συνδυασμό με το χαμόγελό σου. Ποιος θα τα έβαζε με τέτοιους αντιπάλους και θα έβγαινε αλώβητος;

Μετά συνειδητοποίησα πόσο μου άρεσες κάθε φορά που γελούσες με όσα έλεγα και με κοίταζες όλο νόημα, λες κι ήμασταν δυο μας πάνω στον πλανήτη. Κι ένιωθα, ξέρεις, πως όντως ήμασταν οι δυο μας, ρε φίλε, γιατί ειλικρινά αρκούσε μόνο που καταλάβαινες όσα αποφάσιζα να πετάξω μέσα απ’ τα δόντια μου μπροστά σε τρίτους τις πιο άκυρες στιγμές κι ως τότε μόνο εγώ κι ο άλλος εαυτός μου καταλαβαίναμε τι ήθελα να πω, ο ποιητής.

Επικοινωνία∙ λίγο το ‘χεις; Κι εκεί που σε έβλεπα να μιλάς με διάφορους κάθε φορά που μαζευόμασταν πολλοί στην παρέα, άρχισα σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ ότι με ενοχλούσε όταν δε μιλούσες σε μένα. Ίσως αν δεν ήμουν τόσο εγωίστρια να το ονόμαζα και ζήλια εξ αρχής. Κι εκεί που φούντωνα στη σκέψη κι εκνευριζόμουν προσπαθώντας να το παίζω χαλαρή, μου έριχνες μια ματιά όλο υπονοούμενο, σχολίαζες όσα συζητούσα με κάποιον άσχετο και τότε καταλάβαινα ότι ενώ μιλούσες με αυτούς τους άλλους σκεφτόσουν κι εσύ πάνω-κάτω όλα όσα ήθελα κι εγώ εκείνη τη στιγμή να κάνω μαζί σου. Αυτό με αναστάτωνε, που λες, ακόμη πιο πολύ.

Και κάπως έτσι ήρθε η στιγμή που καυλωμένη ψυχή και σώμα απ’ την παρουσία σου στον χώρο παραδέχτηκα στον εαυτό μου ότι σε ήθελα. Όλο και πιο πολύ. Ήθελα να βρίσκομαι συνέχεια δίπλα σου. Ήθελα να σε αγγίζω γι’ αυτό πάντα έβρισκα τρόπους να σε πειράζω κι εσύ έτρωγες φρίκες γιατί δεν κατάφερνες να κρύψεις ότι όλο αυτό ήταν αμοιβαίο κι ακαταμάχητο.

Κι όσο εσύ έτρωγες φρίκες, τόσο εγώ πείσμωνα που με προκαλούσες ενώ το έπαιζες ανήξερη. Με επεδίωκες και χαιρόμουν που δεν περνούσε μέρα χωρίς να στείλεις μήνυμα με άσχετη ή και καθόλου αφορμή. Ανταποκρινόσουν τόσο γαμάτα κι εύστοχα, βλέπεις, ρε τσακαλάκι σε κάθε μας συζήτηση που θα έπρεπε να είναι κανείς πνευματικά τυφλωμένος για να μην το καταλάβει. Έψαχνες ευκαιρίες να με συναντήσεις κι εγώ έβρισκα πια νόημα στο κοινό μας στέκι μόνο όταν ήσουν κι εσύ εκεί.

Κι όταν ήσουν, τυραννιόμουν. Σε είχα μπροστά στα μάτια μου κι όμως σε φαντασιωνόμουν, λες κι ήμουν μόνη μου και μου έλειπες. Ήθελα να σε φιλήσω σαν να μην υπάρχει αύριο. Ήθελα να σε στριμώξω στον πρώτο εύκαιρο τοίχο που θα βρισκόταν μπροστά μας και να σε νιώσω παντού. Ήθελα να σε κάνω δικιά μου και μετά από αυτό να το εννοώ κυριολεκτικά όσο δεν είχα εννοήσει ποτέ μου συναίσθημα ως τότε.

Δικιά μου. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Από κάθε άποψη και με κάθε τρόπο. Τρομακτικό τόσο πάθος, δεν κρυβόταν. Ούτε ήθελα να το κρύψω ούτε το προσπάθησα. Κι εσύ μ’ έβλεπες και χαμογελούσες πονηρά, λες και δεν είχες αντιληφθεί ότι τα είχες βάλει με ένα αγρίμι έτοιμο για όλα.

Ώσπου έκανα ένα βράδυ τις απειλές μου πράξη κι επιτέλους το θρασίμι που έκρυβες μέσα σου μου τα ξέρασε όλα. Είχαμε καυλώσει κι οι δύο τον θεό μας, θυμάσαι; Έτσι μου είχες πει όσο προσπαθούσες να κρατηθείς για να μη γίνουμε θέαμα μπροστά στους υπόλοιπους.

Όλοι οι άλλοι τριγύρω μεθυσμένοι κι εμείς να έχουμε κάνει κεφάλι η μία απ’ το βλέμμα της άλλης. Δε θα άντεχα να μην εκμεταλλευτώ επιτέλους τη στιγμή. Τόσες στιγμές ως τότε απλώς σε άφηνα να ξεγλιστράς απ’ τις ίδιες σου τις επιθυμίες, ώσπου παραδέχτηκες ότι ήθελες όσο τίποτε να πάω κόντρα στους φόβους σου και να σε φιλήσω.

Και πήγα. Τα έβαλα μαζί τους και τους νίκησα με τη βοήθειά σου. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Άσε με να γράψω πολλά ακόμη για σένα από εδώ και πέρα και κάθε μου γραπτή εξομολόγηση να είναι πιο παθιασμένη απ’ την προηγούμενη. Γιατί απ’ το πρώτο μας φιλί κατάλαβα ότι μόνο την ανιούσα θα μπορούσε να πάρει το δικό μας πάθος όσο θα ερχόμασταν πιο κοντά.

Ακόμη σε βλέπω και θέλω να σε φιλήσω σαν να μην πέρασε μια μέρα. Να σε αρπάξω και να σου πω ότι τώρα είσαι δικιά μου και να το εννοώ όσο δεν εννόησα ποτέ μου συναίσθημα ως τώρα. Κι αυτό να μην το αφήσω ποτέ να ταυτιστεί με τη λέξη δεδομένη.

Είσαι δικιά μου, όπως δικές μας θα είναι από εδώ και πέρα όλες οι στιγμές που μοιραστήκαμε και θα μοιραστούμε. Απ’ το πρώτο εκείνο μας φιλί μέχρι τα πρώτα φιλιά κάθε μας μέρας. Μέχρι το τελευταίο μας.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη