Μιας κι έχουμε μαζευτεί εδώ μια ωραία παρέα, ας κάνουμε ένα πείραμα. Η συντονίστρια –εγώ, δηλαδή– σας ζητάει να φέρετε στο μυαλό σας όλες εκείνες τις αλήθειες και τις εξομολογήσεις, που σας ζάλιζαν τον έρωτα και το κεφάλι να βγουν από μέσα σας και να εκστομιστούν προς το πρόσωπο εκείνο που απευθύνονταν. Στη συνέχεια, σας ζητώ να επαναφέρετε στη μνήμη σας τη στιγμή ακριβώς που πήρατε την απόφαση να βγάλετε τα εσώψυχά σας κι αν αυτή η στιγμή ταυτίστηκε με το όποιο προσχέδιο είχατε οργανώσει σχετικά με τον τόπο, το χρόνο και την ατμόσφαιρα κατά τα οποία θα γινόταν κι η μεγάλη αποκάλυψη. Σχεδόν ποτέ, σωστά;

Έτσι είμαστε οι άνθρωποι, control freaks. Οργανώνουμε σχέδια, προετοιμάζουμε μονολόγους, προβάρουμε πιθανές ερωταπαντήσεις, βεβαιωνόμαστε πως θα είμαστε σαφείς κι οπλιζόμαστε με υπομονή και θάρρος, ενώ περιμένουμε την κατάλληλη ευκαιρία για να εξομολογηθούμε όσα νιώθουμε. Μη σας πω τα γράφουμε κιόλας, μη και μας ξεφύγει καμιά τελεία, και κάνουμε αναπαράσταση στον καθρέφτη το ύφος που σηκώνει η περίσταση.

«Είμαι ερωτευμένος/η μαζί σου», «Μου λείπεις, δε σ’ έχω ξεπεράσει», «Συγγνώμη για την παλιοσυμπεριφορά μου» και λοιπές, βαρύγδουπες εκφράσεις το πολύ πέντε λέξεων, που μπορεί και να τις προετοιμάζεις πέντε μήνες, καθώς μία λάθος κουβέντα μπορεί να κρίνει –κατ’ εσέ– τη μελλοντική ευτυχία ή δυστυχία σου. Όλα έτοιμα, μαζέψες κουράγια, οργανώθηκες κι έτοιμος για δράση. Αύριο θα πράξεις, θα πεις όσα σε κρατάνε ξάγρυπνο, θα απελευθερώσεις οποιοδήποτε συναίσθημα σε βαραίνει και πανάλαφρος σαν πούπουλο θα αυτοθαυμάζεσαι για τα ψυχικά κότσια σου.

Κι έρχεται η ευκαιρία και τον έχεις απέναντί σου ή έχεις συντάξει ολόκληρο κατεβατό, αλλά μένεις με τον αντίχειρα στον αέρα, μην πατώντας αποστολή με 18.947 σκέψεις/sec να σου προκαλούν ημικρανία. Φαίνεται κουρασμένος, έχει τα νεύρα της, έκανε check in πριν δύο ώρες άρα δεν είναι μόνος του, άρχισες τα σαρδάμ όταν τον είδες οπότε τι τις θες και τις εξομολογήσεις, καημένη, μάλλον έχει γκόμενο γιατί κοιτάει το κινητό της συνεπώς το έχασες το κορμί, πατριώτη. Εναλλακτικά, σε πιάνει η περηφάνια και θα περιμένεις να σε κοιτάξει με νόημα ή να σου πατήσει κάνα like ξέρω ‘γω και συνακόλουθα η οργάνωση πάει κατά διαόλου, μαζί με την αποφασιστικότητα.

Κι όλα αυτά μέχρι να σε πιάσουν τα διαόλια και το «δε γαμιέται, θα μιλήσω κι ό,τι γίνει». Είτε γιατί κατέβασες 2-3 ποτηράκια παραπάνω, είτε γιατί έφτασες στο μη περαιτέρω απ’ την τόση αναμονή που σε υπέβαλες είτε γιατί ξαφνικά σε πιάσαν τα αυθόρμητά σου κι αποφάσισες πως τώρα ή ποτέ, άφησες κατά μέρους δεύτερες σκέψεις και πήγε το στόμα σου ροδάνι. Έτσι απλά κι όμορφα, έτσι αυθόρμητα.

Οι πιο μεγάλες αλήθειες κι εξομολογήσεις έχουν ειπωθεί κι έχουν γίνει αυθόρμητα. Όσο πιο σημαντικό θεωρείς πως είναι αυτό που θες να πεις, τόσο πιο πολύ αγχώνεσαι, το σκέφτεσαι και το αναβάλλεις. Όσο πιο πολύ φοβάσαι τις αντιδράσεις, τόσο μένεις στάσιμος στις υποθέσεις σου. Κι είναι λογικό. Δύσκολα ρισκάρει κανείς μια απόρριψη είτε έρθει με τη μορφή της απάθειας είτε γίνει ξεκάθαρη με λόγια. Γι’ αυτό σκαλώνουμε, γι’ αυτό μας κόβεται η μαγκιά. Γι’ αυτό και πάντα έρχεται μια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα, που δεν υπολογίζεις τίποτα, παίρνεις μια βαθιά ανάσα κι εστιάζεις στο τώρα που θες να τα πεις να ξεμπουκώσεις.

Πάντα έρχεται αυτή η στιγμή, αλλά ποτέ όταν είσαι προετοιμασμένος. Πάντα κάτι θα συμβεί που θα σου δώσει την απαραίτητη ώθηση να βγεις απ’ τη μυστικοπάθεια. Δε θα σ’ ενδιαφέρει τίποτα εκείνη τη μεγάλη την ώρα. Ούτε αντιδράσεις, ούτε λογικός ειρμός ή συντακτικό, ούτε αν οι συνθήκες είναι κατάλληλες κι ο περιβάλλων χώρος ιδανικός. Όλα θα τα επεξεργαστείς αφού ρίξεις τη βόμβα σου και, αναλόγως της ανταπόκρισης, ή θα αναρωτιέσαι γιατί τόσο καιρό τυραννιόσουν ή θα σκάβεις λαγούμι να κρυφτείς. Μετά όμως, λέμε.

Αν και τότε δειλιάσεις, αν αγνοήσεις το ένστικτό σου ή την επιθυμία που σου θολώνει όλα τα άλλα, τότε τα συναισθήματά σου δεν είναι τόσο έντονα όσο πιστεύεις ή, στην πραγματικότητα, δε θες να εκφραστείς. Η λογική, που μας κρατάει πίσω πολλές φορές, κάποτε, για λίγο, θα καμφθεί και το μέσα σου δε θα κουμαντάρεται. Αν, σ’εκείνο το σημείο, και πάλι υπερτερήσει ο νους κι όχι η καρδιά, ξέρεις πως δε θα μιλήσεις ποτέ.  Γιατί, μέσα στον όποιο παραλογισμό της ασυγκράτητης oρμής σου, φαντάζει το πιο λογικό πράγμα που μπορείς να –και θα– κάνεις.

Συντάκτης: Κατερίνα Δούκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη