«Έλα, σήκω να πάμε βόλτα, καφέ, εκδρομή», σου λένε, κι εσένα στο άκουσμα του «εκεί» που σου προτείνουν, σφίγγεται το στομάχι σου. Άκουσες το όνομα της περιοχής ή του μαγαζιού και, ταυτόχρονα, σχηματίστηκε μια μορφή στο κεφάλι σου που καιρό τώρα προσπαθείς να ξεχάσεις. Μα, καλά κι αυτοί βαλτοί είναι; Αφού εκεί γνωριστήκατε ή είχατε δώσει το πρώτο σας φιλί ή πήγατε τις τελευταίες σας διακοπές ή σου ανακοίνωσε το χωρισμό σας, ο άκαρδος, ή απλά είναι εκείνο το μαγαζάκι κοντά στο σπίτι της που αράζατε για καφέ. Κι εσύ ορκίστηκες, όσο ζεις, να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου στην καταραμένη περιοχή.

Οι κατάρες σου, βέβαια, δεν έπιασαν κι αυτό στέκει περήφανο να σου τον θυμίζει, όσες ευχές κι αν έκανες να βουλιάξει το κωλόνησο ή να το κλείσει το ΣΔΟΕ το κωλομάγαζο. Διότι, δεν είναι μόνο οι φωτογραφίες και τα τραγούδια που σου φέρνουν στο μυαλό μνήμες, μα κι αυτά τα μέρη που έχει ποτίσει κάποιος με την ανάμνησή του και που δεν τα πλησιάζεις ούτε στο χιλιόμετρο. Τι να κάνεις, όμως, που λύσσαξαν όλοι να σε κουβαλήσουν κατά ‘κει κι εσύ κάνεις τα πικρά, γλυκά κι ακολουθείς.

Εντάξει, μωρέ, σιγά. Τον έχεις ξεπεράσει, εξάλλου. Δε σε νοιάζει πού γυρνάει και με ποιον, ούτε παθαίνεις υστερική κρίση αν υποθέτεις πως πάει κι άλλους εκεί που τριγυρνούσατε παρέα. Μην κοιτάς που εσύ διαθέτεις φαντασία κι ανακαλύπτεις νέα μέρη να πας να ξεμοναχιαστείς ή για τριήμερο, αυτός δε διέθετε και ποτέ ιδιαίτερη δημιουργικότητα, λογικό.  Κι όπως και να το κάνουμε, κάποιες τοποθεσίες είναι κλισέ.

Ούτε και θες να δώσεις δικαιώματα, δηλαδή, ότι έχεις και κάποιο πρόβλημα. Τόσο καιρό διαλαλείς περήφανα πως τον έχεις θάψει στα τρίσβαθα του μυαλού σου και δε σου καίγεται καρφί και να σου πάει στο διάολο, αρκετά ασχολήθηκες. Ντύνεσαι και παρφουμαρίζεσαι και κατευθύνεσαι προς εκεί κι όσο πλησιάζεις μια ταχυκαρδία την παθαίνεις και ένα τρέμουλο στα πόδια υπάρχει.

Και πλησιάζεις και φτάνεις επιτέλους και σου κόβεται η μαγκιά, όταν συνειδητοποιείς πως σκατά cool είσαι με την όλη φάση κι όλα τον θυμίζουν, απλά κι αγαπημένα. Όχι, όχι, παροδικό είναι σε λίγο θα σου περάσει και δε θα γυρνάς κάθε τρεις και λίγο το κεφάλι σου, επειδή νόμιζες τον είδες κάπου εκεί γύρω. Και δε φταις εσύ, αναμενόμενο ήταν, τόσο καιρό έχεις να πας, όλο και κάποια μνήμη θα ξυπνούσε και θα σε έκανε να βαριαναστενάζεις και να ξεφυσάς. Θα πιάσεις μια άσχετη κουβέντα και θα καταπνίξεις όλα εκείνα τα «Εμείς καθόμασταν πάντα δίπλα στο παράθυρο», «Εμείς κάναμε μπάνιο σ’ εκείνη την παραλία», «Θέλω να πάω σε μια γωνιά και να κλαίω, τι ήθελα κι ήρθα, γαμώ το σπίτι μου, μου λείπει ακόμα».

Γιατί σου λείπει, ναι, κι όλες οι μεγαλοστομίες πήγαν περίπατο όταν βρέθηκες εκεί που ήταν τα «δικά σας τα μέρη». Και, μέσα σου, το ήξερες και συνειδητά τα απέφευγες. Σου λείπει και νιώθεις για λύπηση, επειδή εύχεσαι κρυφά κι ενοχικά, όντως, να εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά σου -έλα, παραδέξου το, εξαρχής είχες μια μικρούτσικη επιθυμία να γίνει ένα θαύμα- ή να μην μπορεί ούτε αυτός να ξαναέρθει γιατί τα έχει στοιχειώσει κι η δική σου παρουσία.

Δε σου φταίει το μέρος, μάτια μου, και το ξέρεις καλά. Δεν πήγαινες, γιατί όταν είσαι στην αποτοξίνωση αποφεύγεις οτιδήποτε θα σε ωθήσει σε πισωγύρισμα. Αν τον είχες ξεπεράσει, όπως επιμένεις να λες, δε θα πάθαινες εγκεφαλικά νομίζοντας ότι είδες κάποιον που του φέρνει στο προφίλ ή επειδή κάποια φορούσε το ίδιο άρωμα στα πέριξ.

Το μυαλό σου είναι κι η καρδιά σου που σου τονίζουν πως μέσα σου τίποτα δεν έχει τελειώσει κι ας το έχεις κάνει σημαία. Δε σου φταίει το μέρος που φοβάσαι μήπως τον δεις ή που κάθεσαι αφηρημένος κι αναπολείς τις στιγμές σας εκεί. Αν δεν υπήρχε ακόμα μέσα σου, θα διασκέδαζες, θα ήσουν στο τώρα, όχι στα περασμένα, το αδιάφορο «Α, με τον τάδε ή τη δείνα είχαμε έρθει εδώ» θα ήταν όντως μια άχρηστη πληροφορία και δε θα σε τσουρούφλιζε.

Απ’ τις αναμνήσεις δε γλυτώνει κανένας. Εκεί θα είναι πάντα, χωμένες στο υποσυνείδητό μας. Ούτε είναι δυνατόν να επικηρύξουμε 1.275 τοποθεσίες επειδή κάποτε τις είχαμε επισκεφθεί με κάποιον έρωτα. Αν ήταν έτσι, θα κλεινόμασταν σπίτια μας ή θα κυκλοφορούσαμε με χάρτες που θα είχαν επάνω κόκκινα Χ για να μη μας βγάλει ο δρόμος στα απαγορευμένα.

Δεν είναι στο χώρο το φυσικό το θέμα σου, αλλά στο νοητικό σου. Και, τώρα που κατάλαβες πως ακόμα σου ανεβαίνουν παλμοί στη σκέψη του ή πάρε πιο δραστικά μέτρα για να γίνει όντως μια αδιάφορη αναμνηστική παρουσία στον εν λόγω χώρο ή στείλε «Είμαι εκεί, αν κι εσύ θυμάσαι και θες ακόμα, σε περιμένω».

Συντάκτης: Κατερίνα Δούκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη