«Αυτό ήταν, μου πέρασες», σκέφτηκες και πάτησες το «play» να συνεχίσεις την αγαπημένη σας ταινία ενώ μόλις λίγα λεπτά πριν ακουγόταν απ’ το κινητό σου, όλως τυχαίως, το τραγούδι σας. Μάλλον, θα φταίει το ότι σου πέρασε και σου είναι παντελώς αδιάφορος.

Εντάξει, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η δύναμη της απώλειας είναι ισχυρότερη απ’ τον καθένα μας. Κανείς δεν κατάφερε να ξεπεράσει την απώλεια απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, εκτός, βέβαια, κι αν δεν ένιωσε κάτι δυνατό.

Όταν χάνεις κάποιον που αγάπησες, ερωτεύτηκες, γέλασες ή έκλαψες μαζί του, νιώθεις σαν να καίγεσαι μέσα σε ηφαιστειακή λάβα. Και δεν είναι που σε πονάνε τόσο τα εγκαύματα που σου προκαλεί, όσο αυτές οι κοινές αναμνήσεις που πάντα θα σας δένουν και κάθε φορά που τυχαία θα συναντιέστε, τα βλέμματά σας θα μαρτυρούν τα όσα κάποτε ζήσατε.

Με όποιον τρόπο κι αν τελείωσε, η νοσταλγία σε αιχμαλωτίζει. Κι αν καμιά φορά βρίσκεσαι ένα βήμα πριν την απελευθέρωση, σε δένει ακόμη πιο σφιχτά μην της ξεφύγεις. Νοσταλγείς τις όμορφες στιγμές, εξιδανικεύεις ό,τι κάποτε μπορεί να σου φαινόταν ενοχλητικό κι ανυπόφορο κι αποζητάς τα κομμάτια του εαυτού σου που έχασες μαζί μ’ αυτόν. Αυτά τα κομμάτια, τα οποία μαζί του δημιουργήθηκαν και μονάχα σε εκείνον μπορούσες να τα φανερώσεις.

Αναρωτιέσαι «πού να ‘ναι;», «τι να κάνει;», «γιατί δεν επιστρέφει;». Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις. Κι εσύ καπετάνιος σε πλοίο ακυβέρνητο να παλεύεις με τα κύματα που εσύ σου δημιουργείς. Αγωνίζεσαι να μην πνιγείς στη θάλασσα των συναισθημάτων σου κι ενώ βρίσκεσαι μόλις δυο μέτρα απ’ τη στεριά, η τρικυμία των σκέψεών σου την κάνει να φαντάζει χιλιόμετρα μακριά σου.

Σου λείπει μα να το δεχτείς, αρνείσαι. Κάνεις επίμονες προσπάθειες να σε πείσεις για το αντίθετο μα το μόνο που καταφέρνεις είναι να δημιουργείς εκκωφαντικούς θορύβους στο κενό.

Τα βάζεις με σένα επειδή ακόμη πονάς ενώ η άρνησηή σου σε οδηγεί σε ισχυρισμούς του τύπου «είμαι καλύτερα μακριά του». Παρ’ όλη, βέβαια, τη δήθεν αδιαφορία σου, όλο τρόπους, αιτίες κι αφορμές ψάχνεις για να γυρίζεις το θέμα σε εκείνον. Το όνομά του σαν χέλι ξεγλιστρά, άθελά σου, απ’ τα χείλη σου μαρτυρώντας την άσβηστη δίψα σου.

Κι ένα σε καίει περισσότερο να μάθεις, το αν προχώρησε. Τρελαίνεσαι και μόνο στην ιδέα ότι αυτός ο άνθρωπος, που κάποτε ήταν δικός σου, μπορεί τώρα να ανήκει αλλού. Σκέφτεσαι άλλα χέρια να τον αγγίζουν και σε πιάνει παραλήρημα στη σκέψη ότι άλλα χείλη ίσως να γεύονται τα δικά του.

Θυμώνεις με τις σκέψεις σου, σε βρίζεις και σαν «διχασμένη προσωπικότητα» θες να χαστουκίσεις το κομμάτι του εαυτού σου που δε λέει να τον ξεράσει για να του περάσει ο στομαχόπονος.

Θες να προχωρήσεις, να πας παραπέρα, να φλερτάρεις και να ζήσεις σαν να μην υπήρξε ποτέ. Μα ακόμη κι αυτό το άσμα που έλεγε πως «ο έρωτας με έρωτα περνάει» μαζί σου δε λέει να επιβεβαιωθεί. Και να πεις ότι δεν έκανες την ανυπέρβλητη προσπάθεια να δεις κάποιον άλλο ερωτικά; Την έκανες. Τίποτα, όμως. Η σκέψη εκεί, να σε βασανίζει και να σου δημιουργεί ψευδαισθήσεις επανασύνδεσης.

Δεν ξεπερνάς αυτόν που αγάπησες ούτε με προσποιητούς έρωτες, ούτε με παρέες, ούτε με μεθύσια, ούτε με συζητήσεις μέχρι τα ξημερώματα. Κι αυτό γιατί για να ξεπεράσεις την απώλεια, πρέπει να δώσεις χρόνο στον εαυτό σου να την αποδεχτεί. Ειδάλλως, σε κάθε σου καβάτζα, αγγίζεις εκείνον και σε κάθε σου μεθύσι, ο πάτος του ποτηριού έχει τη μορφή του.

Τον έχεις ξεπεράσει μονάχα όταν παύει να είναι η πρώτη σου σκέψη το πρωί κι η τελευταία το βράδυ, όταν τις ημέρες που δεν τον σκέφτηκες, δεν ήρθε στα όνειρά σου να σου υπενθυμίσει την παρουσία του, όταν το να μάθεις τα νέα του σου μοιάζει αδιάφορο και περιττό, όταν το να προσπαθείς να μάθει για το πόσο καλά τα πας χωρίς αυτόν, έχει πάψει να αποτελεί το κύριο μέλημά σου, όταν τα βήματά σου δεν έχουν ως σκοπό να βρεθείτε, δήθεν τυχαία, στο ίδιο μέρος κι όταν οι πράξεις σου κι οι επιλογές σου δεν έχουν το όνομα, την αύρα, τη μορφή του.

Κι είναι όμορφο να μπορείς, πια, να ονειρεύεσαι και να επιλέγεις ανεπηρέαστη από την δύναμη της ύπαρξης του. Νιώθεις ελεύθερη, προχωράς και οι επιλογές σου ζωγραφίζονται με χάρη πάνω στον καμβά της ζωής σου κρατώντας στο χέρι σου μονάχα ένα πινέλο. Το δικό του, κάπου έχει πεταχτεί σε μια γωνιά κι ούτε περνάει από το μυαλό σου να το βρεις, έστω για την προσθήκη μίας μικρής μονάχα πινελιάς.

Γιατί, στην τελική, τι νόημα έχει να ζεις σε ένα παρελθόν το οποίο αρνείται το παρόν και όλα τα σημάδια δείχνει πως δεν θα έχει μέλλον;

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Χνάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη