Άβυσσος. Γύρω σου παντού μαύρο. Βουλιάζεις κάθε μέρα όλο και περισσότερο μα δείχνεις να μη νοιάζεσαι. Χάνεσαι μέσα στη δίνη του αχαλίνωτου συναισθηματισμού σου και αρνείσαι να δεις την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί γύρω σου.

Έχασες φίλους και γνωστούς και κλείστηκες στον εαυτό σου. Δεν το καταλαβαίνεις, όμως. Δε δείχνεις να σε ενδιαφέρει που όλα γύρω σου τείνουν να αλλάζουν προς το χειρότερο. Χάνεσαι μέσα στην αγκαλιά του και για το μόνο που ελπίζεις είναι αυτές οι στιγμές να είναι γραμμένες δίχως «τέλος».

Τον κοιτάζεις και μέσα στα μάτια του βλέπεις τον κόσμο όλο -ή τουλάχιστον τον κόσμο που αυτά τα ίδια επιθυμούν να σου δείξουν. Αυτά τα μάτια που απ’ τη πρώτη στιγμή σε εγκλώβισαν και τόσο εύκολα κατάφεραν να σε κάνουν κομμάτι τους. Είχαν τον τρόπο τους τα άτιμα. Όχι μόνο να σε διεκδικήσουν και να σε κερδίσουν μα και να σε αφομοιώσουν.

Και τώρα αν καμιά φορά πονάς και νιώθεις να πνίγεσαι, το φταίξιμο όλο και κάπου αλλού το αποδίδεις. Αρνείσαι το ψέμα που χτίστηκε γύρω σου και στρέφεις το βλέμμα αλλού κάθε φορά που ο παλιός εαυτός σου εμφανίζεται μέσα στο κεφαλάκι σου και σε παρακαλεί να γυρίσεις σ’ αυτόν. Σου απλώνει το χέρι μα τον αποδοκιμάζεις και τον αφήνεις να βουλιάζει μέσα σε κινούμενη άμμο. Αρνείσαι να σωθείς και να τον σώσεις.

Άλλαξες απ’ τη μία μέρα στην άλλη μα η αλλαγή ήταν τόσο ανεπαίσθητη για σένα και τόσο απότομη για τους άλλους που σχεδόν τρόμαξαν. Άφησες αυτό το έστω και μικρό κάτι που με τόσο κόπο είχες καταφέρει να χτίσεις να γκρεμιστεί για ένα τίποτα. Και τώρα μονάχα ερείπια μπορεί να αντικρίσει κανείς γύρω σου.

Κουλουριάζεσαι τις νύχτες προσπαθώντας να μη σκέφτεσαι ενώ τα φιλιά του σαν κοφτερά μαχαίρια έχουν γεμίσει το σώμα σου πληγές που μάταια κι απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό να κρύψεις προσπαθείς. 
Άλλαξες και την εμφάνισή σου, έχασες και την αυτοπεποίθησή σου και κάθε φορά που σκέφτεσαι να φύγεις μακριά, φαντάζεσαι ότι θα είσαι σαν ανεμοδαρμένο περιστέρι μέσα σε καταιγίδα. 

Σταδιακά, γέμισες ανασφάλειες κι άρχισες να νιώθεις πως τίποτα δεν μπορείς να καταφέρεις δίχως την παρουσία του. Σαν ηλεκτροφόρα σύρματα άρχισε να φαντάζει ο κόσμος γύρω σου και σε κάθε μοναχικό σου βήμα νομίζεις θα καείς. Έτσι θέλησε να πιστέψεις κι έτσι πίστεψες. 

Μα ηλεκτροφόρα σύρματα έχει μονάχα η αγκαλιά του. Περιφραγμένη επιδέξια καθώς είναι, δεν τα βλέπεις μα κάθε φορά που σε αγγίζει νιώθεις να καίγεσαι από έναν παράλογο πυρετό. Και σαν γνήσιος δούλος των εσφαλμένων συναισθημάτων σου, το αποδίδεις στον φόβο σου ότι ίσως μια μέρα τον χάσεις. 

Κάθε μέρα αρρωσταίνεις όλο και περισσότερο. Νιώθεις να στροβιλίζεσαι στη δίνη ενός ανεμοστρόβιλου που μονάχα εσένα παρασέρνει ενώ αυτός αλώβητος κάθε φορά έρχεται με κομπρέσες κι αντιπυρετικά να ρίξει τον πυρετό σου. 

Όλα σου τα όνειρα τα είχες χτίσει πάνω του. Έχτιζες-έχτιζες μα κανένα δεν έβρισκες το θάρρος να πραγματοποιήσεις. Κάθε φορά που άνοιγες κουβέντα για τα θέλω σου, έβρισκαν τον τρόπο τα μάτια εκείνα να σε αποθαρρύνουν. Ώσπου πίστεψες ότι δεν αξίζεις τίποτα. Και πώς να έβρισκες τον τρόπο να απεγκλωβιστείς που μόνο εσύ μπορούσες, άλλα δεν ήθελες; 

Πώς να έφευγες μακριά του όταν όλος σου ο κόσμος είχε χτιστεί δίπλα του; Την έχουν αυτή την τάση οι θύτες. Κάνουν το θύμα τους να νιώθει ένα τίποτα, ένα πεταμένο ανθρωπάκι που το περιμάζεψαν από κάποια γωνιά του δρόμου, το έσωσαν απ’ τους κακούς λύκους και τώρα έχοντας κάθε δικαίωμα πάνω του το σκοτώνουν σταδιακά κάθε μέρα. Και να σκότωναν το σώμα του, πάει στο καλό. Μα, αυτοί οι θύτες αποζητούν τα κομμάτια της ψυχής του θύματός τους για να τρέφονται οι ίδιοι. 

Μέσω του φόβου, της ανασφάλειας και της αδράνειας τρέφουν οι ίδιοι τα δικά τους μίζερα συναισθήματα. Όσο περισσότερο το αποδυναμώνουν, τόσο πιο ισχυροί νιώθουν. Και γίνονται γι’ αυτό τα πάντα κι ας είναι οι ίδιοι ένα τίποτα. 
Τώρα, το πώς θα καταφέρεις να ξεφύγεις απ’ τα δεσμά του είναι μονάχα στο χέρι το δικό σου. Τόσο καιρόν έχεις στα χέρια σου το διακόπτη που απενεργοποιεί τα θανατηφόρα καλώδια. Το αν θα τον πατήσεις ή όχι, είναι επιλογή σου.

Ή θα μείνεις να χάνεσαι μέσα σε μια πιο μαύρη κι απ’ το χρώμα του θανάτου άβυσσο ή θα ανοίξεις τα χέρια σου και θα πετάξεις ψηλά, μακριά του. Αν θέλησες τον εαυτό σου πίσω, έχεις τον τρόπο να τον ξαναβρείς. Εξάλλου, αυτός είναι μέσα σου, κρυμμένος βαθιά, δε χάνεται κι ας τον εγκατέλειψες κάποτε.

 

Επιμέελεια Κειμένου Κωνσταντίνας Χνάρη: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Χνάρη