Καταληκτικά η όψη των πραγμάτων αλλάζει. Όλα μοιάζουν διαφορετικά λίγο πριν να πάρεις την οριστική απόφαση να φύγεις. Κάτι άλλαξε, κάτι έμεινε ίδιο. Κάτι ψάχνεις, που μοιάζει χαμένο, να βρεις. Κάτι, που ποτέ δεν ήρθε, περιμένεις.

Δεν είναι εύκολο το αντίο, μα κι όταν τίποτα άλλο δε φαίνεται να περνάει απ’ το χέρι σου, τι σου απομένει να κάνεις; Να περιμένεις, μα πώς; Πώς αν ο άλλος δεν σου προκαλεί τους λόγους για να περιμένεις, να υπομένεις, να προσπαθείς, να επιμένεις; Πώς μπορείς να παλέψεις για κάτι που μοιάζει να μη βγάζει άλλο νόημα πια;

Όταν αυτός, ο άνθρωπος που κάποτε αγάπησες, έχει σκοτώσει καθετί όμορφο, τι λόγους μπορείς να δημιουργήσεις; Να συνεχίσεις να ελπίζεις ότι όλα θα γίνουν όπως παλιά; Και πώς να γίνουν; Πώς να πιάσεις απ’ την αρχή μια σχέση με ένταση, με πάθος, με έρωτα; Πώς ξαφνικά να το παίξεις κουλ κι άνετος με αυτόν τον ολόδικό σου κάποτε άνθρωπο;

Όχι, είναι αδύνατον έναν έρωτα τόσο δυνατό να τον πιάσεις ξανά απ’ την αρχή. Ή τον συνεχίζεις από εκεί που τον άφησες ή τον αφήνεις να πάει στο διάολο. Εκπτώσεις στα συναισθήματά σου δε χωράνε κι άσε τον άλλο να υποστηρίζει πως δε γίνεται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη να πεις «όλα καλά» γιατί θα μοιάζει ψέμα.

Όταν νιώθεις, όταν γουστάρεις, όπως θέλει να ισχυρίζεται, τίποτα δε σκέφτεσαι και τίποτα δε σε ενδιαφέρει. Το πιάνεις απ’ τα μαλλιά και το τραβάς μέχρι να του ξεριζωθούν. Τότε, μπορείς να πεις: «το πάλεψα το γαμημένο, μα δε βγήκε».

Κι έρχεται τώρα, τη στιγμή του αντίο να σου προσάψει ευθύνες και να σε χαρακτηρίσει με τα πιο άσχημα λόγια. Θέλει να σε πληγώσει και το καταφέρνει. Του είναι εύκολο, ξέρει τι να πει, πώς να το πει και πού πρέπει να χτυπήσει.

Άτιμο. Είναι άτιμο από μέρους του να βαράει εκεί που εσύ κάποτε πόνεσες. Και του ανοίχτηκες, του μίλησες, εκφράστηκες σαν αφελής. Πόσο λάθος να εμπιστεύεσαι, να φανερώνεσαι, να δείχνεις σε κάποιον όσα κανείς δε βλέπει κι αυτός να στο γυρίζει μπούμερανγκ. Πονάει, αλήθεια.

Περισσότερο απ’ όλα όσα ξεστομίζει, όμως, σε πονάνε όλα όσα ποτέ δεν έκανε. Αυτά θα κρατήσεις και με αυτά θα πορευτείς. Το νιώθεις πως κάθε συνέχεια μαζί του θα οδηγεί σε ένα αναπόφευκτο τέλος. Γι’ αυτόν το λόγο μονάχα δε μετανιώνεις για το «αντίο» που άθελά σου ξεγλιστράει απ’ τα χείλη σου και –πριν από εκείνον– εσένα πληγώνει.

Και σε πληγώνει γιατί αυτόν που αντικρίζεις τώρα δεν το αναγνωρίζεις. Δεν είναι ο άνθρωπός σου, έτσι φαίνεται στα μάτια σου τουλάχιστον. Δε μοιάζει σε τίποτα με αυτό το χαμόγελο που κάποτε ερωτεύτηκες. Αναρωτιέσαι πού χάθηκε αυτή η λάμψη των ματιών του κάθε που σε κοιτούσε. Όσο κι αν την αναζητήσεις, μάταιο. Σβήστηκε στην πορεία των αδιόρθωτων σφαλμάτων σας.

Λυπάσαι πολύ και ζητάς συγγνώμη που μπόρεσες, δίχως να μπορείς, να φύγεις. Σου είναι δύσκολο και θα συνεχίσει να είναι. Πικράθηκες κι η επίγευση αυτής της πίκρας έχει επικρατήσει κάθε γλυκιάς στιγμής. Για πόσο ακόμα, δεν ξέρεις.

Το μόνο που σε παρηγορεί είναι ότι εσύ θα έχεις να κουβαλάς έναν μέλλοντα που θα αποτελείται από κάθε ανώφελη προσπάθεια ενός τωρινού παρόντος ντυμένου με αξιοπρέπεια, λόγια μετρημένα και πράξεις αυθόρμητες, ειλικρινείς κι αληθινές. Εκείνος  όμως; Σε εκείνον, το μόνο που θα έχει απομείνει θα είναι η θύμηση μιας τελευταίας πράξης που θα αποτελείται από όλον τον εξευτελισμό του παρόντος και μια ξεφτισμένη μνήμη ενός δήθεν αλάθητου παρελθόντος.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Χνάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη