Δε συνηθίζω να μετανιώνω για τις επιλογές μου, ακόμη κι αν στο πέρασμα του χρόνου αποδειχτούν λάθος. Αν δεν κάνεις λάθη, έλεγα, πώς θα μάθεις και τι θα έχεις να διηγείσαι στο μέλλον; Πολύ περισσότερο δε μετανιώνω όταν οι επιλογές αυτές έχουν σάρκα, είναι άνθρωποι, με τους οποίους έζησα στιγμές, μοιράστηκα πράγματα και τους άφησα να με γνωρίσουν ολοκληρωτικά.

Είναι, όμως, κάποιες ώρες, κυρίως βραδινές, που η ψυχή μας γίνεται πιο ευάλωτη, η μνήμη ξαναχτυπά, ταξιδεύει στο παρελθόν και σου υπενθυμίζει γεγονότα, στα οποία πάτησες delete ή pause. Ανθρώπους για τους οποίους κάποτε σήμαινες τα πάντα και τώρα είστε δύο ξένοι, που δεν ξέρετε την καθημερινότητα και τις συνήθειες ο ένας του άλλου. Δεν ανταλλάσσεις πλέον ούτε μια καλημέρα, ούτε έστω τα τυπικά, ενώ κάποτε περνούσατε άπειρο χρόνο μαζί.

Αυτές, λοιπόν, τις ώρες, που κυριαρχεί σιωπή στον χώρο κι έξω έχει σκοτεινιάσει είναι που φτάνεις στο σημείο να καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που αφέθηκες στον έρωτα, σε ανθρώπους που αποδείχτηκαν περίτρανα λάθη. Έδωσες το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου χωρίς δισταγμούς και δεύτερες σκέψεις. Έδωσες χωρίς να περιμένεις να πάρεις. Αυτό συμβαίνει και στις δικές μου νύχτες.

Φτάνω να αναρωτιέμαι πώς θα ήταν τα πράγματα αν δε σε γνώριζα ποτέ, αν δεν είχαμε βρεθεί εκείνη τη μέρα, σε εκείνο το μέρος κι αν οι άμυνές μου δεν έσπαγαν και δε συνέβαινε ποτέ το μοιραίο. Πώς θα κυλούσαν οι νύχτες μου αν είχα μείνει τελικά σπίτι εκείνο το βράδυ ή αν πήγαινα σε κάποιο άλλο μαγαζί και δε σε συναντούσα ποτέ. Ακόμα καλύτερα, πόσο διαφορετικά θα ήταν σήμερα αν απλά δε σε παρατηρούσα, το ίδιο κι εσύ εμένα κι έτσι θα κυλούσε εκείνη η νύχτα -κι όλες οι επόμενες μέχρι σήμερα- ήσυχα κι ωραία.

Αν τα βλέμματά μας δε συναντιόνταν ποτέ στον χώρο, αν περνούσαμε αδιάφοροι ο ένας για τον άλλον κι αν δε μιλούσαμε ποτέ. Αλλά ακόμη κι αν συνέβαινε κάτι μεταξύ μας εκείνο το βράδυ, πόσα συναισθήματα θα είχαν σωθεί αν δεν κρατούσαμε επαφή, αν δεν αφήναμε ανοιχτούς λογαριασμούς κι έμπαινε το τέλος επί τόπου, χωρίς πισωγυρίσματα, εξομολογήσεις κι υποσχέσεις.

Δε με παρηγορούν πλέον λόγια όπως «όλα γίνονται για κάποιο λόγο», ή «όλα τα όμορφα κάποτε τελειώνουν» και «θα μας γίνουν μάθημα». Δε ζήτησα εξηγήσεις ούτε προσπάθησα να δικαιολογήσω την κατάληξη της ιστορίας μας. Προτιμώ να μισώ την ώρα και τη στιγμή που σε γνώρισα, ακόμη κι αν αυτό είναι χαρακτηριστικό αδυναμίας, δειλίας ή όπως αλλιώς θα το έλεγες. Ποτέ μου δεν υιοθέτησα τον όρο της πολιτισμένης κι απελευθερωμένης.

Δεν υπολογίζω μία τις καλές στιγμές, αν αυτές είναι λιγότερες από εκείνες που πόνεσα. Στο διάολο ο εγωισμός, η αξιοπρέπεια, η περηφάνια. Στο διάολο τα ψεύτικα χαμόγελα και τα ψεύτικα «είμαι καλά». Δεν είμαι καλά κι έχω το δικαίωμα να το ζήσω στο έπακρο, με όσους θεατρινισμούς γουστάρω. Δεν υπάρχει χάπι, ειδικό στο να ξε-ερωτευτείς απ’ τη μία στιγμή στην άλλη, γι’ αυτό κι εγώ θα ζήσω την οργή, τη θλίψη και την απώλεια που μου χάρισες στο έπακρο.

Σήμερα, όμως, συνειδητοποίησα πως σιχάθηκα τα «αν» κι ό,τι αυτό σημαίνει. Κουράστηκα να υποθέτω τι θα γινόταν «αν» δε με γοήτευες στο πέρασμα σου, «αν» ο χρόνος απλά γιάτρευε μία προς μία τις πληγές, «αν» εγώ κι εσύ παραμέναμε άγνωστοι. Μα περισσότερο απ’ όλα σιχάθηκα να εύχομαι να μη συναντιόνταν οι δρόμοι μας.

Και ναι, σε γνώρισα, σε πόθησα, σε καψουρεύτηκα, σε μίσησα και συνέβη ό,τι συνέβη. Επίτρεψέ μου μόνο να μη δικαιολογήσω ποτέ ούτε εσένα, αλλά ούτε και τη φυγή σου. Και πού και πού άσε με να σε νοσταλγώ…

 

Συντάκτης: Κατερίνα Νικολακοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη