Σάββατο. Περασμένες δώδεκα, ντυμένη, περιποιημένη θα πήγαινα σ’ ένα σπίτι φίλης λίγα τετράγωνα πιο δίπλα. Καθώς προχωρούσα έναν σχετικά σκοτεινό κι ήσυχο δρόμο παρατήρησα μια σκιά στο απέναντι πεζοδρόμιο να αχνοφαίνεται. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο με έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση αυτός ο άνθρωπος, που χρειάστηκε ώρα για να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του.

Κοντοστάθηκα και τότε είδα δύο μάτια καρφωμένα στο έδαφος κι ένα κορμί κουρασμένο και ταλαιπωρημένο να πλανάται νωχελικά. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα τσιγάρο, όποτε το ρουφούσε, μαζί με τον καπνό έβγαινε στον αέρα και μια δόση αμηχανίας. Είχα την αίσθηση πως κάθε βράδυ τέτοια ώρα, περνούσε απ’ το ίδιο μέρος, με προορισμό άγνωστο.

Μέχρι να φτάσω στη φίλη μου τον είχα στο ορατό μου πεδίο, παρατηρώντας τον προσεκτικά, η κορμοστασιά του μου έδωσε την εντύπωση ενός ανθρώπου που είχε ζήσει πολλά, τόσα που πλέον αποφάσισε να συμφιλιωθεί με τη μοναξιά του, να την αγαπήσει μέχρι να γίνουν δύο καλοί φίλοι.

Όλο το υπόλοιπο βράδυ δεν μπορούσα να ξεκολλήσω την εικόνα αυτού του άνδρα απ’ το μυαλό μου. Δεν ξέρω γιατί με στιγμάτισε τόσο πολύ. Ήταν μια φιγούρα αλλόκοτη. Μία απ’ τις τόσες ίδιες που υπάρχουν εκεί έξω, απλά μας περνούν αδιάφορες. Τότε, με έβαλε στη διαδικασία να αναρωτηθώ για κάτι που τόσο καιρό ούτε καν με ενδιέφερε. Γιατί να υπάρχουν τόσοι άνθρωποι μόνοι;

Άνθρωποι που κοιμούνται και ξυπνάνε δίχως μια αγκαλιά και δύο χέρια να τους αγγίξουν -κάτι που για πολλούς θεωρείται αυτονόητο. Έχουν περάσει από δίπλα σου, έχετε κάτσει στο διπλανό παγκάκι, έχετε ψωνίσει απ’ το ίδιο σούπερ μάρκετ. Μπορεί να μένετε στην ίδια πολυκατοικία, ίσως και στον ίδιο όροφο. Με μερικούς από αυτούς έχεις πει μια καλημέρα.

Πολλοί από αυτούς κρύβουν τη μοναξιά τους πίσω από ένα χαμόγελο. Δεν τους αρέσει να περπατάνε στο πλήθος. Αγαπάνε το σκοτάδι, αν και δεν μπορούν να κοιμηθούν με σβηστά φώτα και συνήθως περιμένουν να ξημερώσει για να κλείσουν τα μάτια. Το κρεβάτι τους είναι διπλό, κάποτε υπήρχαν δύο μαξιλάρια, πλέον το ένα το πέταξαν.

Συνεχίζουν, όμως, να πίνουν κρασί με δύο ποτήρια, ποιος ξέρει ίσως κάποτε αδειάσει και το άλλο. Ακούνε Tom Waits και καπνίζουν πακέτα ολόκληρα. Τις περισσότερες φορές τους παίρνει κι ο ύπνος στον καναπέ. Το τηλέφωνό τους είναι βουβό, σπάνια κάποιος τους θυμάται.

Μπαινοβγαίνουν σε γεμάτα μπαρ, παραγγέλνουν αμέτρητα ποτά, μέχρι να ζαλιστούν, να μη νιώθουν και να καταλήξουν για ένα γρήγορο στα όρθια, όπου την άλλη μέρα είναι πιθανό να μην το θυμούνται καν.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε ερωτεύτηκαν, δε φοβήθηκαν να αγαπήσουν, κάποιοι κιόλας αγαπήθηκαν. Τώρα δεν τους απέμεινε κανένα απόθεμα αγάπης. Ορισμένους τους «εγκατέλειψε» ο έρωτας, άλλοι έφυγαν για να προστατέψουν την αξιοπρέπειά τους. Με την αγάπη μάλωσαν εδώ και καιρό. Προτιμούν να πορεύονται μόνοι, παρά με υποκατάστατα που τα βαφτίζουν «έρωτα» κι «αγάπη».

Για εκείνους το «σ’ αγαπώ» είναι ιερό, δεν το σκορπάνε, δεν το υποτιμούν και δεν τον χρησιμοποιούν στο λεξιλόγιό τους, αν δεν το αισθάνονται. Ξέρουν τι σημαίνει προδοσία και πόνος, τα βίωσαν στο πετσί τους, γι’ αυτό κι επέλεξαν να ζήσουν πλέον μόνοι. Γιατί είναι άνθρωποι που σέβονται αυτό το συναίσθημα και δεν το μοιράζουν, χωρίς να το αισθάνονται πραγματικά. Βαρέθηκαν τα δήθεν «σ’ αγαπώ», χόρτασαν από δήθεν «υποσχέσεις», από δήθεν κοινές ζωές, τυλιγμένες στο ψέμα και την υποκρισία.

Κι αν κάνεις μια βόλτα στον «γεμάτο ευτυχία» κόσμο εκεί έξω, θα συνειδητοποιήσεις πόση δυστυχία υπάρχει, πόση μοναξιά περιπλανάται κάθε βράδυ, πόσα μάτια θλιμμένα θα σε κοιτάξουν.

Τόσοι πολλοί και ταυτόχρονα τόσο μόνοι…

Συντάκτης: Κατερίνα Νικολακοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη