Τον Τάσο η παρέα δεν τον πολυκαταλάβαινε. Όλοι πίστευαν στον κεραυνοβόλο έρωτα. Στον έρωτα που έρχεται με την πρώτη ματιά και είναι ασυγκράτητος.

Μπορεί να ήταν μεγάλη η ένταση και το πάθος τις πρώτες φορές όταν γνώριζε κάποιον. Μπορεί να πέρναγε βραδιές μαζί του, όπου το σεξ τους έκανε ακόμα και να ζαλίζονται, αλλά μέχρι εκεί.
Από το στόμα του το «σ’ αγαπώ» δεν έβγαινε. Τη θεωρούσε ιερή και την πρόσφερε μετά από πολλή παρατήρηση του άλλου.

Συνέβαινε όμως το εξής καταπληκτικό: όσο περισσότερο γνώριζε τον άλλον ως άνθρωπο, τόσο περισσότερο τον ερωτευόταν.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που τους έφευγε η καψούρα μετά από λίγο καιρό, για τον Τάσο η καψούρα, η κατάσταση που δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό του, ήταν όταν άρχιζε να τον μαθαίνει.

Η γνωριμία ήταν το πρώτο σκίρτημα, η εντύπωση, η βιαστική ματιά, το γρήγορο συμπέρασμα. Οι σχέσεις αν δεν περιέχουν τη μαγική λέξη «γνωρίζω» είναι λειψές.

Γνωρίζω σημαίνει μαθαίνω τον άλλον. Μαθαίνω πώς δένει τα κορδόνια από τα παπούτσια του, πώς κουμπώνει το πουκάμισό του, πώς ξυρίζεται, πώς μιλάει στο τηλέφωνο, αν αγαπάει το σπίτι του, πώς συμπεριφέρεται στους φίλους του και τόσες άλλες μικρές καθημερινές ενέργειες που δείχνουν τον χαρακτήρα του.

Θέλουν χρόνο και παρατηρητικότητα όλα αυτά. Δεν μπορούν να γίνουν μέσα σε λίγες μέρες. Εκεί δοκιμάζεται η επιθυμία, στο αν θα συνεχίσεις να παρατηρείς με προσοχή και ενδιαφέρον αυτά που κάνει ο άνθρωπός σου. Αν σταματήσεις τότε δεν σ’ ενδιαφέρει.

Μέσα από αυτήν την παρατήρηση και όσο αυξανόταν η «αποκάλυψη» του άλλου, τόσο περισσότερο ερωτευόταν ή το αντίστροφο. Όσο δηλαδή αυτή η αποκάλυψη έφερνε στο φως κινήσεις που απωθούν τότε η απομάκρυνση ήταν δεδομένη.
Θα σκεφτεί κανείς πως το συναίσθημα του έρωτα δεν προγραμματίζεται, δεν μπαίνει σε κάποια διαδικασία.
Μήπως να το ξανασκεφτείτε;

Ένα πρώτο και σημαντικό δείγμα είναι η πρώτη φορά. Εκεί όταν βρεθούν γυμνά τα σώματα είναι η πρώτη πραγματική παρατήρηση του τι είναι ο άλλος. Πώς φιλάει, πώς αγκαλιάζει, πώς χαϊδεύει και με ποιο τρόπο αυτά θα συγχρονιστούν για να μεγαλώσει η ένταση.
Το ίδιο ακριβώς συνεχίζεται στη σχέση.

Αρχίζει σιγά-σιγά να ξεγυμνώνεται ο άλλος και τότε ή ερωτεύεσαι ή φεύγεις. Όσο λοιπόν περνάει ο χρόνος τόσο πιο πολύ αποκαλύπτεται ο άνθρωπος που επέλεξες.

Ο χρόνος βοηθάει επίσης και στο ότι δεν μπορεί να κρυφτεί ή να κοροϊδέψει ο ένας τον άλλον. Θα έρθει η στιγμή που θα φανερωθεί.
Αλλά γίνεται και κάτι άλλο εξίσου ηδονικό: έχεις απέναντί σου τον άλλον ολόγυμνο όχι μόνο σωματικά, αλλά και συναισθηματικά.

Που δε θα ντραπεί να δείξει πως φέρει όλα τα συναισθήματα σαν άνθρωπος. Που θα είναι χαλαρός δείχνοντας τις αδυναμίες του, τους φόβους του, τις ανασφάλειές του αλλά και τη δύναμή του, και την αποφασιστικότητά του και όλα.

Μόνο τότε μπορεί κανείς ν’ αφήσει την καρδιά του να κρίνει ελεύθερα αν τον θέλει ή όχι. Να φύγουν οι άμυνες που δημιουργούν ένα άχρηστο πολλές φορές τείχος προστασίας.
Τις περισσότερες φορές οι πρώτες καλές εντυπώσεις μπορεί να είναι τραγικές για μετά. Ν’ αποκαλυφτεί ένας χαρακτήρας απαίσιος, αλλά η εξάρτηση να έχει ήδη δημιουργηθεί.

Όπως επίσης και το ακριβώς αντίθετο: να μην είναι αρκετός ο πρώτος καιρός να προλάβει να δείξει ο άλλος τον πραγματικό του εαυτό. Να έχει χαρίσματα και ικανότητες που θέλουν χρόνο για να εκδηλωθούν. Να μπορέσει με την κατανόηση ν’ αναπτύξει προσόντα που είχε θαμμένα μέσα του, να βρει δηλαδή χρόνο να ξετυλίξει το κουβάρι του πραγματικού του εαυτού.

Το ξετυλιγμένο κουβάρι λοιπόν, ερωτευόταν ή απωθούσε τον Τάσο. Αυτό που του απλωνόταν σαν χαλί μπροστά του. Και τότε μόνο ο έρωτας γινόταν τεράστιος. Γινόταν αφοσίωση, δόσιμο, κατανόηση, φροντίδα, προστασία και όλα αυτά μαζί δημιουργούσαν μέσα στην ψυχή του την αγάπη.

Μόνο αν ένιωθε ο ένας ασφαλής με τον άλλον, μόνο αν δεν κρυβόταν ο ένας από τον άλλον, μόνο αν είχαν ειπωθεί οι αλήθειες, αν είχαν μοιραστεί οι φόβοι, οι ανάγκες και οι πραγματικές επιθυμίες μπορούσε να πει στον εαυτό του πως είναι καψούρης.

Σημαντικό επίσης στοιχείο στην αναζήτησή του ήταν ο χαρακτήρας του άλλου. Το πώς δηλαδή συμπεριφέρεται με τους γύρω του, αν είναι συμπονετικός στα προβλήματα των άλλων, αν ήταν έντιμος και ευθύς στις σχέσεις του, αν ασχολιόταν μόνο με τον εαυτό του ή του άρεσε να στηρίζει ανήμπορους.

Και το πιο καθοριστικό ίσως, το πώς δηλαδή σχετιζόταν με την οικογένειά του, αν είχε μεγαλώσει σε ήρεμο ή δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, αν είχε φύγει μεγαλώνοντας για να φτιάξει τη δική του ζωή ή αν παρέμενε ακόμα μικρό παιδί ψάχνοντας πάντα υποψήφιους «γονείς».

Όλα τα υπόλοιπα τα θεωρούσε διεκπεραιωτικές σχέσεις.
Σχέσεις που ασχολιόταν μόνο για να περάσει καλά μερικές βραδιές.
Πίσω απ’ όλες αυτές τις σχέσεις προσπαθούσε πάντα να καταλάβει αν θα μπορούσε να βρει κάτι από τα παραπάνω που αναζητούσε. Σαν να ψάρευε μέσα στις ψυχές τους, αλλά διακριτικά. Δεν ήταν όλοι έτοιμοι να καταλάβουν κάτι τέτοιο. Εδώ οι φίλοι του και δεν τον καταλάβαιναν πόσο μάλλον οι ξένοι.

Δεν ήταν εύκολο αυτό που είχε σαν στόχο, το ήξερε. Όπως ήξερε επίσης πως συμβαίνει σπάνια. Τις τρεις τέσσερις φορές όμως που το έζησε και έκανε μακροχρόνιες σχέσεις, μέχρι και την τελευταία μέρα που χώριζε έτρεμε σαν το ψάρι από ηδονή λες και ήταν η πρώτη φορά. Πάντα τον πρώτο καιρό λειτουργούσε μόνο το σώμα, μετά έμπαινε σ’ εγρήγορση όλο το είναι.

Αυτήν την τεράστια διαφορά δεν μπορούσε να καταλάβει η παρέα του και πολλές φορές γελούσαν μαζί του. Τον θεωρούσαν συντηρητικό και μερικοί φοβισμένο.

Χαμογελούσε με κατανόηση όποτε τους άκουγε. Υπήρχε μεταξύ τους μια μεγάλη διαφορά. Όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι μετά τον πρώτο καιρό βαριόντουσαν με τη σχέση τους και το πεινασμένο μάτι τους έπαιζε ψάχνοντας για κάτι άλλο. Το δικό του βλέμμα ήταν ήρεμο, σίγουρο και γαλήνιο.

Ήταν βλέμμα που εστιαζόταν μόνο στον άνθρωπό του.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γλαύκος