Πόσο παράδοξο να τρέμεις το ίδιο που λαχταράς. Πόσο φύλλα στον αέρα είμαστε τ’ ανθρωπάκια. Κι όλος αυτός ο κόπος, η υπερπροσπάθεια, το φόρεσες κι απόψε το γόητρό σου, πόσο τίποτα φαντάζουν όλα αυτά τα επίπλαστα αν τύχει και νιώσεις. Τι ωραία που είναι να νιώθεις. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Μετέωρος, αιχμάλωτος, σχεδόν υπόδουλος. Όχι σε κάποιον άλλον, αυτός ο άλλος μπορεί να ‘ναι και κομπάρσος. Έρμαιο σε σένα, απέναντι σε κάθε πιστεύω σου που ξερνάς σαν υγρασία από τοίχο που ‘χει καιρό να βαφτεί.

Τίποτα καλύτερο απ’ την αδυναμία του δήθεν δυνατού. Όταν έρχεται ένα χαστούκι και σε επαναφέρει στην πραγματικότητα πέρα από κάθε ψευδαισθητική σου αίγλη.

Κοίτα γύρω σου. Ωραία δεν τα είχες όλα τακτοποιημένα; Τις πρόβαρες, δεν τις πρόβαρες τις ατάκες σου; Πόσο ωραία όταν κάποιος εμφανίζεται και τις ξεχνάς όλες. Όταν δε σε κόφτει να τις θυμάσαι. Όταν ξέρεις ότι κι αν τις πεις ουδείς θα πεισθεί. Όταν δε σ’ ενδιαφέρει να πείσεις. Η ματαιότητα του θεατρινισμού.

Ατόφιος πραγματικός τρόμος. Σαν να σπινιάρεις με μια slk στην εθνική πάνω απ’ τα 200. Τρέμουλο στα πόδια, νιώθεις τον αέρα να σου φουσκώνει το πρόσωπο, θες από κάπου να πιαστείς, αλλά και το σώμα μπροστά σου είναι εξίσου αβέβαιο. Πιάσου από ένα ιδανικό κι ας ενέχει ο κίνδυνος της απομυθοποίησης.

Τι φοβάσαι περισσότερο; Το σκοτάδι; Τους σεισμούς; Τους καρκίνους; Τ’ αεροπλάνα; Τ’ όχι; Ό,τι κι αν φοβάσαι το ίδιο φοβόμαστε. Μήπως και μια μέρα ξυπνήσουμε και δεν προλάβουμε. Να πούμε, να νιώσουμε, να το περάσουμε το μήνυμα, να γίνει κατανοητό, να φάμε τα μούτρα μας, να πιούμε σαν να μην υπάρχει αύριο, να μετανιώσουμε για κάθε λάθος.

Τι ωραία τα λάθη! Πόσο ωραιότερα τα λάθη όταν αποδεικνύονται σωστά.

Μεγαλώσαμε θα μου πεις. Μεγαλώσαμε και δε μας δικαιολογούμε λάθη. Αυτά είναι για τους άπειρους, για τους αφελείς, για τους νέους στο κουρμπέτι. Για εκείνους με τα διευρυμένα όρια ανοχής. Δύσκολα θα μας δικαιολογήσουν, δύσκολα θα μας ακούσουν, ακόμα πιο δύσκολα θ’ ασχοληθούν μαζί μας και βρες μου έναν που δε θέλει ν’ ασχολούνται μαζί του. Η εμπειρία δεν είναι μόνο ένας πήχης που φορά με τη φορά ανεβαίνει. Είναι ευθύνη. Βαριά κι ασήκωτη. Σαν να κουβαλάς σ’ ανηφόρα τσουβάλι με οικοδομικά υλικά. Η εμπειρία φέρει μαζί της συνειδητοποίηση.

Πού στον πούτσο πας ο ασυνείδητος;

Η γιαγιά πάντα τραγουδούσε. Κάθε ώρα της μέρας, κάθε στιγμή του χρόνου. Έφυγε γλυκά κι ήσυχα στον ύπνο της κι ακόμη κι αν δεν ήμουν εκεί παίρνω όρκο ότι το έκανε τραγουδώντας. Απαλλαγμένη από λογής καθωσπρεπισμούς τη θυμάμαι από παιδί να μου λέει να ‘χω τα μάτια μου ανοιχτά και την καρδιά μου αγάλι.

Πέρασαν τα χρόνια. Φοιτηταριά, δοκιμασίες, γύρνα στον τόπο σου παιδάκι μου θα σε φάει η κρίση, επέμενε.

Η γιαγιά φάρος. Σαν μια φιγούρα από εκείνες που μισομεθυσμένη ενίοτε νόμιζα ότι την άκουγα, είτε κάτω απ’ το κρεβάτι, είτε στο βάθος της ντουλάπας. Η φωνή του ασυνείδητου, η φωνή που κάπως μές στο χαμό απ’ την ηχορύπναση των υπολοίπων θα μου έδειχνε προς τα πού θέλω να οδεύσω. Γι’ αυτό κι όταν είμαι βέβαιη ότι δεν κρύβεται κάτω από στρώματα ή ράφια την αναζητώ. Όχι για να νιώσω τη συντροφιά της, αλλά για να πλησιάσω εμένα απελευθερωμένη από λογής αφελή πείσματα που μόνη φρόντισα να μου φορτώσω ανάθεμα τον κόσμο μας!

Πόσο παράδοξο να τρέμεις το ίδιο που λαχταράς. Να κολλάς παλάμες στ’ αυτιά, δάκτυλα στα στόματα των άλλων. Stop! Μη μιλήσεις. ‘Η μάλλον μίλα. Ή όχι άστο γι’ αύριο. Μίλα σου λέω, μίλα!

Είναι βολικός ο φόβος. Ο κάθε φόβος. Σε κρατά σε αδράνεια, σε ασφάλεια, γλύτωσες κι απόψε τις δικαιολογίες. Να μου το θυμηθείς. Αυτό που φοβάσαι απ’ τον απέναντι, είναι το ίδιο που εν δυνάμει θα μπορούσες εσύ να του σερβίρεις. Τη δική σου αναξιοπιστία έχεις για οδηγό κι απλά δανείζεις το τιμόνι για να μεταβιβάσεις την ευθύνη.

Πόσο παράδοξο να τρέμεις το ίδιο που λαχτάρας κι αν τύχει να ‘χεις μια αναλαμπή της θνητότητάς σου πόσο γρήγορα στεγνώνει ο λαιμός στη συνειδητοποίηση της απόλυτης αδυναμίας ελέγχου σου. Εθισμένοι, βαθύτατα νυχτωμένοι, πέρα για πέρα αφελείς, ματαιόδοξοι, μικροί, εγωπαθείς, φαντασμένοι.

Να τα κάνουμε όλα με τον τρόπο μας, στο χρόνο μας, στην έδρα μας. Να μην τρέμουμε άλλο, να μη χρειαστεί να μας βάλουμε αύριο μεθαύριο στην απέναντι πολυθρόνα και να αντιπαραταχθούμε μαζί μας, να μειώσουμε τις πιθανότητες αποτυχίας, να μη στριφογυρίζουμε στο σεντόνι με μια απορία παραμάσχαλα.

Κι όμως πόσο πιο απλά θα ήταν όλα αν την επόμενη φορά που ο λαιμός θα στέγνωνε στη στιγμιαία συνειδητοποίηση της αδυναμίας μας, πατούσαμε ένα freeze. Ισως τότε να παύαμε να τρέμουμε όσα λαχταράμε. Όμως δε θα το κάνουμε ποτέ. Γιατί είμαστε φτιαγμένοι για να κυνηγάμε ό,τι μας πανικοβάλλει, να ερωτευόμαστε ό,τι μας θυμώνει.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά