Ένα απ’ τα αγαπημένα μου θέματα για να διαφωνώ εντονώς είναι οι άνθρωποι με τους διακόπτες. Εκείνοι που μπορούν κι αυτοκυριαρχούν στο λεπτό, που σαν χιονάνθρωποι τον Αύγουστο αποφασίζουν κι επιβάλλουν στο συναίσθημά τους να δράσει με τον Α ή τον Β τρόπο. Μεγάλωσα βέβαια, διάβασα τρία βιβλία παραπάνω, έκανα μεθυσμένες φιλοσοφικές κουβέντες σε μπαρ και με τα πολλά κατάλαβα λίγο πριν τα τριάντα ότι ο διακόπτης στην πραγματικότητα είναι ένας σιγαστήρας. Σε κάθε περίπτωση κι ο σιγαστήρας ενίοτε είναι χρησιμότατος. Κι επειδή λοιπόν αυτούς τους ανθρώπους τους φθονώ βαθιά, χρόνια κι αλύπητα είναι φυσικό κι επόμενο ότι θα τους αντιπαθήσω και θα τους κοντράρω.

Επί της ουσίας βέβαια αντιλαμβάνομαι, ότι το πρόβλημά μου δεν έγκειται τόσο στην ύπαρξη του διακόπτη-σιγαστήρα, όσο στο χρόνο που αυτός χτυπάει. Δεν μπορεί να χωρέσει ο νους μου ότι μια απόφαση που μπορεί να με ταλαιπωρήσει για βδομάδες ή και μήνες, για άλλους μπορεί να ‘ναι ζήτημα δευτερολέπτων – και σκέψου ότι γενικώς λογίζομαι για παρορμητική.

Πάνε σχεδόν 2 χρόνια που άρχισα να αποφεύγω να γράψω. Δυο ολόκληρα χρόνια το ανέλυα. Τον πρώτο χρόνο το βάφτιζα μειωμένη έμπνευση, που έχει και μια εσάνς καλλιτεχνική κι όσο να πεις ακούγεται κι ωραία δικαιολογία, χώρια που υπάρχει κι αυτή η περιρρέουσα αντίληψη ότι άπαξ και κάνεις μια παύση απ’ το γράψιμο επιστρέφεις εμφανώς βελτιωμένος. Ωραιότατη καραμελίτσα αυτή, την πιπίλισα 12 μήνες. Κάποια στιγμή άρχισα να οσμίζομαι ότι το ζήτημα δεν ήταν οι σκέψεις που έπρεπε να γίνουν λέξεις κι εκείνες προτάσεις. Το πρόβλημα ήταν ότι σκεφτόμουν υπερβολικά πολύ. Τόσο πολύ που οι σκέψεις δεν προλάβαιναν καν να γίνουν προτάσεις γιατί τις αυτολογόκρινα πριν συνταχθούν. Δε φοβόμουν μη δε βρεθεί κάτι να μου τραβήξει την προσοχή ώστε να του αφιερώσω ένα άρθρο ή αν το άρθρο θα ‘χει απήχηση ή όχι. Αγχωνόμουν για το πόσο θ’ αποκαλύψω τον εαυτό μου μέσα στις απόψεις που παρουσιάζω. Πόσο θα με εκθέσω. Και φρόντιζα σε κάθε φράση να με μαζεύω όλο και περισσότερο, να με κρύβω ή ακόμα και να με καμουφλάρω. Ή απλώς να επιλέγω “ασφαλείς” θεματικές.

Σαν άσκηση ήταν καλό. Επί της ουσίας όμως ήταν εξαντλητικό. Το ζήτημα με προβλημάτισε έντονα, το συζήτησα με τρεις-τέσσερις ανθρώπους που εμπιστεύομαι την αντίληψη και το ταλέντο τους. Συμφωνήσαμε στο ότι η γραφή είναι η πιο ξεγυμνωτική απ’ τις τέχνες και στην ουσία η μητέρα τους. Στο θέατρο υποκρίνεσαι ένα ρόλο, στο τραγούδι μεταφέρεις ένα μήνυμα, γλυπτικές-ζωγραφικές-σκηνοθεσίες-φωτογραφίες-αν ξεχνάω κάτι σχωρέστε με, είναι τόσο αφαιρετικές-θεωρητικές-πολύερμηνευτικές που τέλος πάντων αυτός που θέλει να κρυφτεί, κρύβεται. Στη γραφή, δεν κρύβεται. Ή κι αν κρύβεται όχι για πολύ, όχι χωρίς κόστος ψυχικό. Βέβαια γι’ αυτό εφευρέθηκε κι η μυθοπλασία ενδεχομένως. Για να ‘χει απλώς ο φοβισμένος, δειλός, συγγραφέας έναν ήρωα να παρομοιάσει με τον εαυτό του.

Πολλές φορες σκέφτομαι ότι θα προτιμούσα να ‘μαι τραγουδίστρια. Αλήθεια σας το λέω. Ή τέλος πάντων ν’ άντεχε η ματαιοδοξία μου να υπογράφω μόνο με ψευδώνυμο, αλλά το τσέκαρα και δεν το αντέχει. Λίγα πράγματα είναι πιο θαρραλέα απ’ το να μιλήσεις ανοιχτά για συναισθήματα. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας και θα το διαπιστώσετε σε μια τυπική συζήτηση, μια τυπική βραδιά.– κι επί ακόμα πιο προσωπικού να σας πω ότι αυτός είναι κι ο κύριος λόγος για τον οποίο καμαρώνω για το pillow. Για τ’ ότι υπάρχουν εδώ εκατό άνθρωποι που γράφουν ανοιχτά όλα όσα νιώθουν, σκέφτονται και πράττουν, σ’ εποχές που οι περισσότεροι κοιτάμε πώς να πλασάρουμε κάτι άλλο. Όλο αυτό δεν είναι απλή υπόθεση, ανεξαρτήτως ταύτισης ή μη.

Συντηρούσα τη στήλη μου καθαρά τυπικά και ξεσπούσα σ’ ανώνυμα κείμενα για πολλούς μήνες. Εκεί μου ήταν πια σαφές ότι μιλούσαμε για ξεκάθαρο φόβο έκθεσης. Κάποιος που ίσως δεν ασχολείται καθόλου με τη γραφή ούτε σε ημερολογιακό επίπεδο, ίσως να μην μπορεί ν’ αντιληφθεί γιατί αυτό να ‘ναι κάτι σοβαρό ή πώς μπορεί τέλος πάντων να επιδρά στην απόδοση ή την ψυχολογία μας. Μπορεί ακόμα και να νομίζει ότι αυτό που συζητάμε απόψε δεν τον αφορά καθόλου. Όμως δεν είναι έτσι. Γιατί αυτός ο φόβος βρίσκεται παντού, πολύ φοβάμαι σχεδόν σε κάθε σπίτι, σε κάθε οικογένεια ή ζευγάρι. Στη γραφή δε βρίσκει παρά μια πρακτική εφαρμογή του. Στην πραγματικότητα φόβος έκθεσης είναι αυτά που θα κρύψεις απ’ τον πατέρα ή την γκόμενά σου, για να μη δυσαρεστηθούν. Είναι τα “ναι” που θα πεις ενώ ήθελες να πεις “όχι”. Είναι οι απόψεις που θα στρογγυλέψεις για να συμπλέουν με της ομήγυρης. Δεν εκθέτεις ποτέ απόλυτα αυτό που είσαι, είτε γιατί το κρίνεις ως ζήτημα απολύτως προσωπικόν, είτε γιατί νιώθεις ότι δε θα βρεις υποστηρικτές, είτε γιατί κάπου έχει μπολιαστεί στον εγκέφαλό σου ότι όσο πιο φυσικός είσαι τόσο πιο αδύναμος φαίνεσαι – όλα τους άσκοπα κομπλεξιλίκια που κουβαλάς δεκαετίες αλλά έχεις συνηθίσει να ζεις μαζί τους.

Όταν λοιπόν γράφεις η συντήρηση της όποιας inlife περσόνας γίνεται εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Όταν ο φόβος είναι στο πικ του, κάθε πρόταση που πληκτρολογείται γίνεται αυτόματα εικόνα προσώπου ή προσώπων, στο μυαλό εκείνου που τη συντάσει. Πρακτικά: Πώς θα πάρει αυτό που γράφω η μάνα μου, ο γκόμενός μου, το αφεντικό κι οι κολλητοί μου; Πόσο αληθινός μπορώ να γίνω τελικά; Μήπως να βάλω γ’ ενικό προσώπο; Εδώ θα το θέσω λίγο πιο διπλωματικά, δεν είμαστε τώρα για εντάσεις. Κι αυτό, τραβηγμένο, σβήσιμο. Kι edit και πάλι edit. Κι ας πάει στα πρόχειρα και το βλέπουμε ξανά σε τρεις μήνες. Και να απαιτούνται 74 ώρες για 650 λέξεις.

Δε συμπάθησα κανένα κείμενο στο οποίο δεν αφέθηκα. Ένα προς ένα μου φάνηκαν διεκπαιρεωτικά, αδιάφορα, σαν ποτό που μ’ είχαν σύρει με το ζόρι. Αντιθέτως ερωτεύτηκα όλα τ’ ανώνυμα της περιόδου κι όσο τα ερωτευόμουν τόσο ντρεπόμουν που τα έκρυβα, ακριβώς μ’ εκείνο το αίσθημα ενοχής που νιώθουμε για κάθε έρωτα που κρατάμε στο σκοτάδι. Κι ενώ σκεφτόμουν πια σοβαρά ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο στη ζωή μου, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει κάτι που ν’ απολαμβάνω περισσότερο. Συνεπώς κάποιο σοβαρό λάθος είχα κάνει στη διαδρομή κι έπρεπε να το επισκευάσω άμεσα.

Απόψε γράφω αυτό το κείμενο σε πλαίσια ομοιοπαθητικής, για να σπάσει επιτέλους η αλυσίδα, για να βρω πώς στο καλό πατιέται αυτός ο σιγαστήρας που τόσο έχω ζηλέψει. Αλλά και για να πω σ’ όλους αυτούς που κατά καιρούς μου εκμυστηρεύονται τον ίδιο φόβο και που πολλές φορές έχω κουνήσει δείκτη κι εχω πει ηλίθια τσιτάτα, ότι ναι, συμβαίνει, είναι απαίσιο, σε θέτει σε τρελή αμφισβήτηση, σε αγχώνει και σε αποδυναμώνει, αλλά αν με κάποιο τρόπο δε νικηθεί θα ‘ναι σαν να θες να διασχίσεις ωκεανούς και να μένεις για πάντα με το νερό ως τα γόνατα – κι αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία στην οποία θα μπορούσες να σε υποβάλλεις. Βούτα!

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά