«Κάθομαι και τα μετράω ένα ένα. Τα σημάδια μου.

Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη, σηκώνω την μπλούζα, κατεβάζω τα μπαντζάκια, γυρνάω το φωτισμό στο μέρος μου.

Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που έπιασα να τα μετράω, να τα χαϊδεύω, να τα φιλάω, να τους μιλάω, μπας και τα ξορκίσω.

Ζήτησα από πολλούς να τ’αγκαλιάσουν, να τ’αγαπήσουν, να τα κάνουν δικά τους. Και κάποιοι το πέτυχαν. Κι όσο εκείνοι τα πλησίαζαν, τόσο εγώ τα σιχαινόμουν κι άλλο. Σε κάθε χάδι τους, ένας λυγμός δικός μου.

Μεγάλη δυστυχία να ζεις με το παρελθόν για σημαία, να το υψώνεις, να το φέρνεις τροχοπέδη στο παρόν σου. Μεγαλύτερη όταν επιμένεις πεισματικά να μην κόψεις την αρρώστια από τη ρίζα. Να παρηγοριέσαι με τα εφήμερα «δεν πειράζει» και «όλα θα πάνε καλά» των άλλων, να μη βρίσκεις απάντηση που να σε ικανοποιεί στα «γιατί;» σου.

Λες και οι άνθρωποι αποκτάμε υπόσταση μέσα απ’το θαυμασμό ή τη λύπηση των άλλων.

Μα όποιος ζει για να τον λυπούνται, υπογράφει μόνος την καταδίκη του.

Κι όταν έστρεψα τη λάμπα στο σημάδι που με πονά περισσότερο από όλα, είδα τον καθρέφτη ν’αλλάζει. Να με παραμορφώνει. Και μένα κι εκείνα. Έγινε το σημάδι, θεριό ολόκληρο. Άνοιξε τη στοματάρα του, ακόνισε τα δόντια του κι ετοιμάστηκε να με κατασπαράξει.

Κι έκατσα τότε με φόβο στο πλακάκι. Άνοιξα τη βρύση και την άφησα να τρέχει πάνω απ’το κεφάλι μου. «Λα, λα, λα, λα», τραγουδούσα δυνατά, να μην ακούω το κομπρεσέρ στο μυαλό μου.

Τους είδα όλους να χορεύουν το τραγούδι μου. Τους γονείς μου, νέους κι ευτυχισμένους να περιμένουν να ‘ρθω. Τα αδέλφια μου, να ταξινομούν τα παιχνίδια τους σε σειρά, να αγνοούν πόση αγάπη θα γεμίσει η ψυχή τους μήνες μετά.

«Λα, λα, λα, λα!», είδα τον έρωτα του νηπιαγωγείου, που ποτέ δεν έπαιξε μαζί μου κουτσό και την καψούρα του Λυκείου που με πούλησε γι’άλλη αγκαλιά.

Είδα τις πρώτες αγάπες της ενηλικίωσης, τις πόρτες που έκλεισαν με κρότο, τα μπουκάλια που έκανα συλλογή στο γραφείο.

Είδα τους επισκέπτες που βάφτισα δειλούς, για να μην παραδεχτώ ότι δεν ήταν καν ενθουσιασμοί. Τις παρέες που γέμισαν για μια νύχτα το κρεβάτι μου, που ήρθαν, είδαν και απήλθαν. Τις ευκαιρίες που χάθηκαν, γιατί εγώ δεν άφησα ν’ανθίσουν.

Είδα τις βαλίτσες που γέμισα με ενθουσιασμό και τα ταξίδια που αποδείχτηκαν φιάσκο.

Είδα το βιογραφικό μου να πετιέται στα σκουπίδια, τα πτυχία κορνιζαρισμένα να τα τρώει η σκόνη, τους φίλους που ξεχάστηκαν, τους καφέδες που είπαμε να πιούμε και ποτέ δεν ήπιαμε.

«Λα, λα, λα, λα!», είδα εμένα να κατηφορίζω την Ερμού και να ρουφάω ζωή, απ’τα χαμόγελα των άλλων. Να χαζεύω τα φιλιά των ζευγαριών, τις αγκαλιές των γερόντων, να αυτομαστιγώνομαι.

Με είδα να νιώθω ανεπάρκεια. Ανεπάρκεια, εγωπάθεια, μιζέρια.

Και η βρύση σταμάτησε να στάζει και το πάτωμα λίμνη, να ξαπλώσω πάνω του, να γίνω μούσκεμα, να παγώσει κάθε κύτταρό μου, να συνέλθω.

Πόσα δεν είδα;

Δεν είδα τις παπαρούνες που γέμιζαν κόκκινο τα παιδικά μου χέρια.

Δεν είδα τις αγκαλιές που μου χαρίστηκαν, ίσως και χωρίς να τις αξίζω.

Δεν είδα τους ώμους που ήταν πάντα εκεί για να γείρω. Τα στόματα που μ’έκαναν να ξεκαρδιστώ, τα αυτιά που μ’άκουσαν με προσοχή, τα χέρια που με σήκωσαν στον αέρα, τα μπράτσα που με σφήνωναν σφιχτά ολόκληρη τη νύχτα.

Πόσα δεν είδα;

Δεν είδα τις στιγμιαίες καθημερινές επιτυχίες, που με γέμιζαν περηφάνια και μου ‘διναν την ελπίδα, ότι ίσως, τελικά, να μην έχω κάνει και τόσα λάθη όσα νόμιζα.

Δεν είδα τα ξενύχτια της μέθης και της παραζάλης, τις βόλτες ξημερώματα στην παραλία, τα καράβια που μέτρησα με τη σκέψη ότι ταξιδεύω μαζί τους.

Δεν είδα τις αγάπες που έκαναν το στήθος μου ηφαίστειο, που νόμιζα ότι δεν αντέχεται τόση ευτυχία, που μ’επνιγαν οι στιγμές, που ένιωθα ότι ο χρόνος σταματά, ότι θα σκάσω απ’τη λαχτάρα.

Πόσα δεν είδα;

Δεν είδα εμένα.

Γλιστράνε τα γόνατα στο μάρμαρο, πιάνομαι από το νιπτήρα και σπάω τον καθρέφτη. Θρύψαλα παντού μα δε με ενδιαφέρει καθόλου.

«Λα, λα, λα, λα!» χορεύω επάνω τους.

Ματώνω και προσθέτω κι άλλα σημάδια στην πλούσια συλλογή μου.

Τι ευτυχία που δεν έχω πια καθρέφτη για να τα μετρήσω.»

 

Το παρόν κείμενο έχει γραφτεί για λογαριασμό της θεατρικής παράστασης «Αγάπα Σε», που παρουσιάστηκε στη Ρόδο με πρωταγωνίστριες τη Βάσω Αγγελάκου και την Άννα Έλενα.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά