Τις βλέπεις μελαγχολικές ν’ ανακατεύουν μια κατσαρόλα με φακές. Χήρες, με μια αγκαλιά εγγόνια, ψυχρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους, πέπλα να γλύφουν το χαλί.

 

Δεν ξέρουν από έρωτες, έναν άντρα γνώρισαν, τον παντρεύτηκαν, τον αγάπησαν θέλοντας και μη ή -έστω το προσποιήθηκαν-, εκπαιδεύτηκαν, πείστηκαν.

 

Σοκάρονται με τις ερωτικές σκηνές στη βλάσφημη ελληνική τηλεόραση, σταυροκοπιούνται στο θέαμα ενός δημόσιου φιλιού, ευχή και κατάρα σου δίνουν «να ‘χεις τα μάτια σου ανοιχτά, μην τυχόν και σε ξεπαρθενιάσει κανένας» κι ας έχεις πατήσει τα εικοσιπέντε.

 

Οι γιαγιάδες της γενιάς μας και όλων των προηγούμενων.

 

Τα χρόνια που ο έρωτας περνούσε σε δεύτερη μοίρα, καθώς οι άνθρωποι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν Κατοχές, πείνες και φτώχειες. Το αίσθημα ήταν πολυτέλεια, πού χρόνος για ρομάντζα; Οι πατεράδες καταδυνάστευαν και οι κόρες άλλον αγκάλιαζαν, κι άλλον περίμεναν.

 

Αυτά ανήκουν στο παρελθόν θα έλεγε κανείς και θα ήλπιζε ότι οι επόμενες γενιές, αν μη τι άλλο, δε θα ‘χουν τέτοια προβλήματα.

 

Αμ δε! Μπορεί οι πατεράδες να μην επιβάλλουν πλέον παντρειές με το έτσι θέλω, είναι όμως ο άκρατος ρομαντισμός ορισμένων γυναικών που γίνεται εκείνος χειρότερος δυνάστης.

 

Το μοντέλο «Έναν άντρα γνώρισα όλο κι όλο στη ζωή μου» καλά κρατεί ακόμη και η φυσική του εξέλιξη ακούει στο άλλο κλισέ «μου ‘φαγες τα καλύτερα μου χρόνια!»

 

Κορίτσια δεκαοχτώ, δεκαεννιά, είκοσι, μικροπαντρεμένα, ξανθά ή μη. Σε επαρχίες και πρωτεύουσες. Κορίτσια που παραμυθιάζονται στο πρώτο καρδιοχτύπι και θεωρούν ότι θα ‘ναι και το τελευταίο.

 

Καρότσια, πάνες, τούρκικα σίριαλ στην τιβί. Μανικιούρ/πεντικιούρ αυστηρά στο σπίτι, φρεσκομαγειρεμένο φαγητό στο μάτι, φαρδιά φόρμα, τρύπια κάλτσα.

 

Στα εικοσιπέντε μετρούν ήδη επτά χρόνια φαγούρας και χορταίνουν τον έρωτα στις σελίδες του pillowfights.

 

Στα τριάντα η φαγούρα έχει αντικατασταθεί από πήξιμο, πληγή κι ανία. Η λύση μία κι αναπόφευκτη. Το κέρατο.

 

Θα ξαμοληθούν στα μπαρ και τα ξενυχτάδικα, θα γραφτούν σε γυμναστήρια, σχολές χορού, site γνωριμιών. Θα παρατήσουν τα forum για μαμάδες. Κάπου στον καθρέφτη θ’ αναζητήσουν τη γυναίκα, εκείνη που χάρηκε ο ένας, που τελικά αποδείχτηκε ελλιπής, όχι επειδή υστερεί σε κάτι ο άνθρωπος, αλλά επειδή πλέον ο μετεφηβικός ενθουσιασμός που κάποτε ένιωσαν, θα φαντάζει φτωχός.

 

Μονόδρομος το διαζύγιο και οι μαραθώνιοι των δικαστηρίων. Διατροφές, ξεκατινιάσματα, απειλές εκατέρωθεν με τον άλλοτε άνθρωπο της ζωής τους.

 

Μαμά χωρισμένη στα τριάντα plus. Δύσκολη υπόθεσις ο έρωτας. Οι άντρες δειλιάζουν, κάνουν πίσω, ο φόβος της μελαγχολικής κατσαρόλας μαρτύριο στο κεφάλι.

 

Σαββατοκύριακα στη γιαγιά. Τρόμος μην περάσουν τα ίδια. Μην πουν ότι δεν έζησαν. Κι ο τρόμος φέρνει πανικό κι ο πανικός τις χειρότερες δυνατές επιλογές.

 

Ξεπέτες, παράνομες σχέσεις, «πώς είπαμε τα ’όνομά σου;» τα Σαββατόβραδα που ο πρώην κρατάει τα παιδιά.

 

Ο γάμος δεν είναι πανηγύρι για να διασκεδάσεις εσύ και τα σόγια. Δεν είναι ευκαιρία για επίδειξη και φαντασμαγορική φωτογράφηση στα στενά της Πλάκας. Δεν είναι καν δικαιολογία για να κάνεις παιδί.

 

Ο γάμος οφείλει να είναι η μεγαλύτερη επισφράγιση του «σ’ αγαπώ» αλλά παράλληλα να αποτελεί και μια απόλυτα συνειδητοποιημένη κι ώριμη επιλογή.  Κι άντε πείσε με τώρα εσύ, ότι ο έρωτας των δεκαοχτώ, μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνον των τριάντα.

 

Στα 22 παραμυθιάστηκα κι εγώ, όπως αναπόφευκτα θα συνέβαινε. Με φανταζόμουν ξυπόλυτη σε παραθαλάσσιο ξωκλήσι να λέω το πολυπόθητο «I Do». Ευτυχώς το σκηνικό στράβωσε.

 

Δε θέλω ούτε να φανταστώ πόσα πράγματα δε θα είχα ζήσει αν τελικά είχα πέσει στη λούπα του πανηγυριού. Και κυρίως δεν αντέχω να φανταστώ πόσο δύσκολη θα ήταν η έξοδος από ένα τέτοιο φιάσκο.

 

Απ’ όλες τις συμβουλές της μάνας μου, μία κρατούσα περισσότερο από όλες «μη βιάζεσαι να κρίνεις, ν’ αποφασίσεις, να πεις μεγάλα λόγια».

 

Σαφώς και το να πειραματίζεσαι με τον κάθε τυχόντα, μέχρι να μπουχτίσεις πάθος κι εμπειρίες, δεν είναι επίσης η λύση. Στα σίγουρα όμως, μια καλή αρχή είναι να περιμένεις εκείνον που θα σε πείσει ότι είναι ο άνθρωπός σου, αντί να βαφτίζεις εσύ τον πρώτο που θα συναντήσεις.

 

Κανένας δε σου υπόσχεται ότι δε θα μελαγχολείς κάποτε πάνω από μια αχνιστή κατσαρόλα με φακές, υπάρχει όμως η σημαντική πιθανότητα, καθώς ανακατεύεις να σκας και κανένα νοσταλγικό χαμόγελο. Κι αυτό είναι κάτι.

 

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά