Ο φτερωτός έρωτας με το τόξο και τα βέλη έχει μακριά ιστορία που ξεκινά απ’ την αρχαία Ελλάδα. Η μυθολογία τον θέλει να πρωταγωνιστεί τόσο στον κόσμο των θνητών όσο και στον κόσμο των αθανάτων. Μορφή επιβλητική και καθηλωτική, απασχόλησε ιδιαίτερα την τέχνη σε κάθε της έκφανση, με τις αναπαραστάσεις του να εκθειάζονται ανά τους αιώνες. Το γνωστότερο κι επικρατέστερο σενάριο τον θέλει γιο της Αφροδίτης και του Άρη εξού κι η πολυαγαπημένη και χιλιοειπωμένη φράση «κάντε έρωτα κι όχι πόλεμο».

Και κάπως έτσι, το ξανθό μωρό με τα σπαστά μαλλιά και την αγγελικά πλασμένη γοητεία του ξεκινά τον πόλεμο του έρωτα που και πόνο προκάλεσε, όμως και χαρά σκόρπισε. Πολλές αναπαραστάσεις το θέλουν να «πετά» ψηλά με τα λευκά φτερά του και με τα βέλη του να σημαδεύει τους υποψήφιους εραστές, έτοιμοι πια να «λαβωθούν» από έρωτα. Αυτός, όπως και τα περισσότερα ωραία πράγματα της ζωής, έρχονται εξαπίνης.

Ο χρόνος έπαιξε κι αυτός το ρόλο του μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό αφήνοντας, έτσι, μαζί με τους πολλούς αιώνες και τη μυθολογία να αντικαθίσταται απ’ τη λογική του παραμυθικού κι έτσι λες πως οι άνθρωποι έπαψαν να πολεμούν αφού τα βέλη ήταν μια μυθοπλασία κι ο έρωτας πέταξε ψηλά με τα φτερά του. Αντιμέτωποι τώρα με τη δική μας ιστορία, γράφουμε πλέον μια νέα μυθολογία προσαρμοσμένη στα μέτρα του αιώνα μας, που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει τις προγενέστερές του. Ανθρώπινες σχέσεις καθημερινά πολεμούν με αφορμή τον έρωτα, υποθετικά για τον έρωτα, καταφέρνοντας μόνο να τον πληγώνουν, να τον τσαλακώνουν και να του αφήνουν σημάδια.

Αλλοιώνουν την ποιότητα και την αίγλη που του προσάπτουν οι πολύ ρομαντικοί και μένει να κείτεται πληγωμένος. Αιμορραγούν απ’ τα βέλη, τα βέλη του εγωισμού, του δήθεν και του φαίνεσθαι πάνω τους. Αυτοί, είναι οι άνθρωποι που επέλεξαν συνειδητά να μην αισθάνονται, αλλά να πράττουν σαν καλοκαρδισμένα οπλικά συστήματα που φτιάχτηκαν για να προκαλούν πόνο.

Αυτό το κατάφεραν κυρίως με το να κάνουν έρωτα χωρίς να αισθάνονται τον έρωτα, με το να κάνουν σχέσεις χωρίς να αισθάνονται μέσα στη σχέση και με το να παίρνουν αυτό το λίγο που τους λείπει χωρίς να μπορούν να αισθανθούν το πολύ που κάποιοι άνθρωποι θέλησαν να τους δώσουν. Αυτοί είναι απ’ τους ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν, που σουλατσάρουν στη ζωή σου χωρίς φόβο για το τι μπορεί να προκαλέσουν οι πράξεις τους και κυρίως χωρίς αληθινό πάθος γι’ αυτό που σου «προσφέρουν».

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο φτερωτός Θεός χάνεται, εξαφανίζεται και τον ρόλο του παίρνουν αυτοί οι μισάνθρωποι που λογαριάζουν τους εαυτούς τους για μικρούς Θεούς, για τέλειους εραστές που έχουν τη δύναμη να ρίχνουν τα βέλη τους προς κάθε κατεύθυνση και κάθε στόχο με αυθάδεια και κομπασμό.

Γιατί γι’ αυτούς έχει μεγαλύτερη σημασία το βέλος τους παρά ο στόχος. Έτσι, αυτή η μικρή κοφτερή λεπίδα έρχεται να σταθεί σαν διακοσμητικό στοιχείο πάνω στον λαβωμένο πλέον έρωτα. Ένα έρωτα τόσο κουρασμένο και πονεμένο απ’ τις απώλειες όσο και παραμορφωμένο απ’ τις πληγές.

Αυτό είναι, λοιπόν, έρωτας; Αυτό το χτυπημένο παιδί που δεν πρόλαβε να χαρεί το παιχνίδι; Προφανώς κι όχι! Γιατί ο έρωτας δε θέλει βέλη ούτε ένα αιμόφυρτο παιδί να ζητά ευσπλαχνία κι αγάπη. Ο έρωτας είναι ένα παιδί που θέλει να χαρεί το παιχνίδι μέσα σ’ ένα κόσμο που μυρίζει άνοιξη και που να τρέχει αυθόρμητα σε μια αγκαλιά με κατακόκκινα μάγουλα να πει το «Σ’ αγαπώ».

Αυτό το παιδί θέλει τα φτερά για να πετάξει μαζί σου κι όχι τα βέλη που θα το κρατήσουν μακριά σου.

 

Συντάκτης: Τζούλια Ρακογιάννη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη