Είτε το προφίλ σου υφίσταται με τη μορφή κλειστής ιδιωτικότητας είτε προκλητικής δημοσιότητας, η δυνατότητα να δηλώσεις ανά πάσα στιγμή μέσω μιας φωτογραφίας ή βίντεο τον τόπο που βρίσκεσαι σε πραγματικό χρόνο δημιουργεί αυτό που αποκαλούν story στο instagram. Story, μια ιστορία δηλαδή που γράφεται ούτως ή άλλως στο βιβλίο της ζωής σου και που από αυτή εσύ επιλέγεις να μοιραστείς κάποια απ’ τα κεφάλαια ή τα υποκεφάλαιά της.

Η σημαντικότητα ενός βίντεο -εκτός της δικής σου ύπαρξης μέσα σε αυτό- βρίσκεται στο κατά πόσο αντιπροσωπευτικό της πραγματικότητας είναι και στο κατά πόσο τελικά το δει ο παραλήπτης για τον οποίο δημιουργήθηκε κιόλας. Εδώ αλλάζει λίγο η αλήθεια της πραγματικής ιστορίας υπό την έννοια ότι μπορεί να δημιουργήσεις πλαστές υποϊστορίες της πραγματικής με το σκεπτικό ότι κάποιος θα δει αυτό που με μαεστρία έφτιαξες για πάρτη του.

Φυσικά, αυτός ο κάποιος δεν είναι ένας που τυχαία βρέθηκε να σε ακολουθεί, αλλά κάποιος για τον οποίο παίρνει αξία αυτή η σκατοεφαρμογή. Κάποιος που έχει σημασία για σένα κι έμμεσα θέλεις να του περάσεις αυτά που δεν έχεις τα κότσια να του πεις κατάμουτρα. Έτσι, επιλέγεις να κρύβεσαι περίτεχνα πίσω από φωτογραφίες και βίντεο 24ώρου που παρέχουν μια κάποια πληροφορία της πραγματικότητας που θα ‘θελες να φτιάξεις μαζί με αυτόν που στην ουσία λείπει απ’ τη ζωή σου.

Όσο τραγελαφικό κι αν φαίνεται αυτό, φαντάσου για λίγο το χαμογελάκι που σκάει ψεύτικα στα χείλη σου σε στιγμές που μόνο ευτυχία ή ικανοποίηση δεν ένιωθες και τότε ίσως καταλάβεις την αγωνία που κυρίευε το story σου με σκοπό να πάρει την ανταπόκριση που προσδοκούσες. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο δηλώσεων που πιστοποιούν ότι η ζωή σου βαίνει κάτι περισσότερο από καλά τη στιγμή, που κατά πάσα πιθανότητα είναι κατώτερη του μετρίου.

Δεν πειράζει, όμως, γιατί εσύ δε θα λυγίσεις, δε θα πεις αυτό που θες, γιατί θα δείξεις αυτό που θα ήθελες να είσαι· αλλά δεν είσαι. Θα πλυθείς, λοιπόν, θα ντυθείς, θα περιποιηθείς και θα βγεις ως πρωτοκλασάτο εικονίδιο μιας οθόνη της οποίας η πιθανότητα να θεαθεί θα της δώσει και την πιθανότητα για να ζήσει. Ανέβασε, λοιπόν, story με νόημα ή χωρίς μπας και πιάσει το νόημα αυτός που πρέπει να μπει στο νόημα, αλλιώς δεν έχει νόημα.

Και κάπως έτσι θα περάσει η ώρα, η μέρα, ο μήνας, αλλά εύχομαι όχι και τα χρόνια. Και ξέρεις γιατί; Γιατί όλο αυτό δεν είναι περιγραφή ευτυχίας, αλλά δυστυχίας, δεν είναι κατόρθωμα, αλλά κατάντια, δεν είναι ζωή, αλλά θάνατος.

Το παραδεχτείς ή όχι, ξέρεις ότι οι καλύτερες ιστορίες δεν έγιναν ποτέ story,  όχι επειδή δεν είχαν τα φόντα, αλλά γιατί δεν είχαν ανάγκη τα φώτα. Αγωνιάς για το πώς ο κόσμος ή αυτός που τέλος πάντων αντιπροσωπεύει όλο τον κόσμο σου βλέπει τα stories σου και στέλνεις στον διάολο πώς στο καλό βλέπεις εσύ τον εαυτό σου. Τι πιστεύεις αλήθεια γι’ αυτόν και πώς του μιλάς σε στιγμές που είστε οι δυο σας; Ποια είναι η ιστορία που γράφεται πραγματικά πίσω απ’ τις κάμερες με κλειστά μικρόφωνα; Πώς στα αλήθεια βλέπεις εσύ το είδωλό σου στον καθρέφτη; Είσαι ευχαριστημένος από την ιστορία που έχεις γράψει μέχρι τώρα και κυρίως είσαι εσύ αυτός που όντως τη γράφει;

Όσο για τον κόσμο, δεν παίρνει παρά την αξία που του δίνεις εσύ. Δεν ξέρω αν ποτέ κανείς κατάφερε να μάθει τι πραγματικά έχει ειπωθεί εκεί έξω απ’ τα χίλια μύρια στόματα που αδηφάγα τρώνε τις λέξεις και τις ξεστομίζουν με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία σε μια προσπάθεια να ταΐσουν την πάντα πεινασμένη τους ψυχή. Όντως πεινάς ή τρως επειδή βλέπεις όλους τους άλλους με τα κουτάλια;

Συντάκτης: Τζούλια Ρακογιάννη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη