Ξέρεις τι είναι αυτό που μ’ αρέσει τόσο με τις λέξεις; Ότι άπαξ τις σκεφτώ και τις πω, τότε τις λογαριάζω για δικές μου, σαν μια περιουσία αμύθητη, που έχουν το νόημα που τις αποδίδω εγώ, με το δικό μου μοναδικό κι ανεπανάληπτο τρόπο. Οι λέξεις, ξέρεις, δεν είναι τίποτα παραπάνω από σύμβολα που όταν τις ακουμπήσω παίρνουν άλλο χρώμα, άλλη μυρωδιά, με προοπτική και κυρίως μέλλον. Κι αυτό, όχι επειδή έχω υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά κυρίως επειδή τις ακουμπώ όπως τις πρέπουν.

Θυμάσαι τι σου χα πει για τις λέξεις; Κάποιες φορές οι άτιμες περισσεύουν ή απλά φεύγουν απ’ το στόμα και πηγαίνουν στα μάτια, μ’ αυτά που σε κοιτώ κι εσύ κοκκινίζεις και κάπως έτσι έχεις προδοθεί! Ή μπορεί να σε προδίδει ο Χαρούλης που μου σιγοτραγουδάς και λες μέσα απ’ τα τραγούδια αυτά που σε δυσκολεύουν, που σου κόβουν τα πόδια ή τρελαίνουν την καρδιά σου. Γιατί, καρδιά μου;

Θυμάμαι να μου λες οι λέξεις φταίνε κι εγώ να σου απαντώ δε φταίνε αυτές, αλλά εμείς που τις φτιάξαμε! Θυμάμαι να τις παίρνουμε απ’ το χέρι να πηγαίνουμε κάπου μακριά. Θυμάμαι να ταξιδεύουμε μαζί τους σε άγνωστους δρόμους, με φούτερ μέσα στο καλοκαίρι, με συννεφιά που έκρυβε ήλιους. Θυμάμαι να τις αγγίζουμε μαζί και η αίσθησή τους να σπάει τόση πλάκα με τα γέλια μας. Θυμάσαι;

Κι ό,τι κι αν μου πεις πως δεν μπορείς να ξεχάσεις, τότε θα ‘μαι σίγουρη πως θα ‘ναι όλα αυτά που κάνουν το αίσθημα να είναι αγάπη, αγάπη μου. Όλα αυτά που κάνουν αυτή τη λέξη με τα έξι γράμματα, με τρία εκκωφαντικά φωνήεντα και με δυο εσωστρεφή σύμφωνα, να μπερδεύονται τόσο που φορές φορές να μην ξέρεις τι σου γίνεται, κι αυτό που έχεις να μην μπορείς να καταλάβεις από πού σου ήρθε.

Κι αν ό,τι από αυτά που δεν μπορώ να ξεχάσω μου θυμίζουν εσένα, τότε θα χαμογελάω για να σου δείχνω ότι αυτή η καμπύλη μπορεί να τα ισιώσει όλα. Εκεί μέσα, σ’ αυτό το χαμόγελο θα σου έχω μια αγάπη που θα αντέχει και τα φθαρμένα βελούδα και τα παλιά μας παλτό κι ό,τι άλλο έχει φορεθεί και μπορεί να έχει μας έχει κουράσει.

Μας; Βλέπεις σε τι λεπτομέρειες κολλάω; Μια λέξη λες κι όπου και να είμαστε μας φέρνει πιο κοντά. Σε αυτό το κοντά που οι λέξεις περισσεύουν γιατί μετατρέπονται σε χάδι και χτύπους, από αυτούς που ψάχνει το αυτί για να στείλει σήμα στην καρδιά κι αυτή να μπει στη θέση της. Έτσι απροσάρμοστη όπως είναι, δεν την κουμαντάρεις πάντα εύκολα γιατί εκτός από το αίσθημά της, έχει να μετρήσει κι άλλους αστάθμητους παράγοντες που παρεμβάλουν ακόμη και σε βασικές λειτουργίες της και την αποπροσανατολίζουν. Γι’ αυτό ό,τι κι αν γίνει ένα να λες, πως μ΄ αγαπάς χίλιες φορές.

Κι αν κάπου εδώ ίσως λίγο με ‘χασες, χαμογέλα γιατί το ξέρω πριν από σένα για σένα ότι τις λέξεις όσο χαμογελάς όταν τις ακούς, άλλο τόσο φοβάσαι να τις ξεστομίσεις. Μπορεί και να τις τρέμεις, ειδικά όταν το παίζεις σκληρός. Φοβάσαι μην πληγώσεις τον εγωισμό σου με το «Σ’ αγαπώ» και ξεχνάς ότι έτσι προδίδεις την καρδιά σου. Αστείο δεν είναι;

Πιο αστείο είναι, όμως, όταν την πίστη μου γι’ αυτό την επιβεβαιώνει ένα παιδί, που αυθόρμητα κι ειλικρινά έρχεται να μου δώσει τα σπουδαιότερα μαθήματα ζωής.

Και επειδή ξέρω πόσο απολαμβάνεις όταν σου λέω ιστορίες με παιδιά, σου έχω αυτή του Τρύφωνα και του Δημήτρη, κοντά στα τέσσερα κι οι δυο. Τελείως διαφορετικές περιπτώσεις. Ο Τρύφωνας είναι παιδί αεικίνητο, κάνει τα πάντα κι επειδή έχω καταλάβει ότι δε σταματάει πουθενά και δε φοβάται τίποτα τον ρωτάω:

Ε: Τρύφωνα, υπάρχει κάτι που να φοβάσαι;

Τ: Όχι! (με ένταση και διάρκεια)

Ε: Σ’ αγαπώ (του λέω, εντυπωσιασμένη απ’ τη δυναμική του)

Τ: Αυτό είναι που φοβάμαι!

Ο Δημήτρης στο άλλο άκρο. Έρχεται κοντά και μου λέει:

Δ: Σ’ αγαπώ!

Ε: Κι εγώ σ’ αγαπώ, του λέω, αλλά τι ακριβώς αγαπάς σε μένα;

Δ: Την αγάπη σου.

Αφιερωμένο.

Συντάκτης: Τζούλια Ρακογιάννη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη