Ορκίστηκες κάποτε πως θα χαράξεις τον δικό σου δρόμο. Πως δε θα παραχωρήσεις την ελευθερία και το μέλλον σου σε κανέναν. Εσύ θα σπουδάσεις, θα δουλέψεις, θα είσαι ανεξάρτητος, αυτόνομος. Δεν έχεις ανάγκη κανέναν να σε γεμίσει, να γίνει το άλλο σου μισό. Έλεγες πως γεννήθηκες ολόκληρος.

Και τα χρόνια περνάνε, οι στόχοι σου εκπληρώθηκαν. Έχεις τη δουλειά σου, τους φίλους και το σπίτι σου. Το δικό σου σπίτι, φτιαγμένο από εσένα, όπως εσύ το θες, όπου εσύ το θες. Εσύ αποφασίζεις, εσύ επιλέγεις. Χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Το γέμισες, το στόλισες, του έδωσες κάτι από εσένα. Μα οι τοίχοι δε δίνουν ζεστασιά, τα έπιπλα δε βγάζουν συναισθήματα, το άδειο μαξιλάρι δίπλα σου, δε θα σε ρωτήσει πώς πέρασες τη μέρα.

Επέτρεψες σε κάποιους να μπουν στο σπίτι και τη ζωή σου. Κάποιοι έμεινα περισσότερο, κάποιοι λιγότερο, κανείς οριστικά. Άνθρωποι περαστικοί ήταν. Άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν, λες κι ήσουν ο σταθμός ενός τρένου. Δε σε ενοχλούσε. Το ήθελες, το επιδίωξες. Εσύ, με ανεξαρτησία και τόσο δυναμισμό δεν είχες ανάγκη κανέναν.

Μα τα χρόνια περνάνε. Αλλάζουν οι ζωές με το καιρό. Αλλάζουν οι άνθρωποι κι οι επιλογές τους. Κουράζονται πιο εύκολα κι αρχίζουν να μαθαίνουν τι σημαίνει να φοβάσαι. Βγήκες στον κόσμο, πάλεψες. Άλλοτε νίκησες κι άλλοτε έχασες. Σίγουρα, όμως, έμαθες πως η ζωή δεν υπακούει σε κανόνες και μαθηματικές πράξεις. Χαρά που δε μοιράζεται στα δυο, είναι χαρά μισή. Λύπη που δε μοιράζεται στα δυο, είναι λύπη διπλή.

Έμαθες επίσης πως η ζωή δεν έχει μόνο χαρές, γέλιο και διασκέδαση. Έχει λύπη και πόνο και δε λογάριασες πως ο πόνος μικραίνει όταν μοιράζεται στα δυο. Δεν υπολόγιζες την ώρα που η μοναξιά θα τρυπώσει ύπουλα απ’ το παράθυρό σου, μαζί με τη σκόνη του δρόμου.

Συσσωρεύεται η μοναξιά επάνω στο γραφείο σου, επάνω στα ντουλάπια της κουζίνας, στο κομοδίνο που στέκει δίπλα σου το βράδυ. Κι ας την καθαρίζεις κάθε πρωί, εκείνη έχει στρωθεί και πάλι ως το τέλος της μέρας. Βλέπεις, για να τη διώξεις τη μοναξιά χρειάζονται δυο ζευγάρια χέρια, τα δικά σου μονάχα δεν αρκούν. Πόσο σε κούρασε αλήθεια να τη βρίσκεις πάντα εκεί. Να είναι η μόνη που σε περιμένει να γυρίσεις απ’ τη δουλειά, το μπαρ ή τη βόλτα.

Μα εσύ κι απόψε εδώ, στο άδειο σου σπίτι. Γυρνάς, νιώθεις την κούραση, πετάς τα ρούχα σου σε μια άδεια καρέκλα και πίνεις ένα ποτήρι κρασί στην υγειά σου. Θα δεις μια ταινία στην τηλεόραση, ίσως διαβάσεις ένα βιβλίο. Θα περάσει κι απόψε η βραδιά, ή μάλλον θα σπαταληθεί. Καλύτερα να πας στο κρεβάτι σου, δεν είσαι στα καλά σου απόψε κι αυτή η μοναξιά, κολλημένη σε ό,τι αγγίζεις, αρχίζει να σε εκνευρίζει.

Θα σκεφτείς κάτι όμορφο για να κοιμηθείς. Θα σκεφτείς πως αύριο το σπίτι δε θα είναι σκοτεινό και κρύο όταν γυρίσεις. Πως θα ανοίξεις την πόρτα κι ανάμεσα στους άψυχους τοίχους θα σε περιμένει ένας άνθρωπος, που κάνει επιτέλους το μέσα σου να σκιρτήσει. Ένας άνθρωπος που στα δικά σου μάτια, θα φαντάζει ο ομορφότερος του κόσμου. Κάποιος που πραγματικά θα γνοιαστεί για τη μέρα σου. Θα σε αγκαλιάσει και θα πάρει τη μισή σου κούραση. Μια χαριτωμένη του κίνηση, θα σε κάνει να γελάσεις. Θα στρώσεις το τραπέζι για δυο και θα γεμίσεις δυο ποτήρια κρασί.

Γιατί τα χρόνια περνάνε κι εσύ θέλεις πια να γυρνάς σε ένα σπίτι πλημμυρισμένο με μουσικές, γέλια και βογκητά. Χωρίς να χάνεται τίποτα στο φως της μέρας. Να έχεις το δικό σου άνθρωπο. Να είναι δίπλα σου όταν ξυπνάς το πρωί. Να σε περιμένει να γυρίσεις το βράδυ. Να είναι σύντροφος, εραστής και φίλος, χωρίς να σου αφήνει καμία αμφιβολία. Κι ούτε ένας κόκκος μοναξιάς στο κομοδίνο.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Γρημάνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη