Να είχαν διακόπτες οι καρδιές, να ξυπνήσω ένα πρωί και να πω σήμερα σε σβήνω. Χωρίς πόνο, χωρίς ενοχές, χωρίς δάκρυα. Να μπορούσα μόνο να τραβήξω μια κόκκινη γραμμή κι εσύ να σβηστείς απ’ τη μνήμη μου, σαν να μην υπήρξες ποτέ. Να ξεχάσω το όνομά σου, να φύγει η μυρωδιά σου απ’ τα ρουθούνια μου. Να σε έβλεπα στο δρόμο και να μου ήσουν αδιάφορος, ένας ακόμη περαστικός, ένας κοινός άνθρωπος του κόσμου.

Κουράστηκα να ζητιανεύω τα αυτονόητα, κουράστηκαν οι ανάγκες μου να παραμένουν ανικανοποίητες, κουράστηκαν και τα θέλω μου να μένουν κενά. Περνάω ώρες βυθισμένη στις σκέψεις μου, να απορώ πώς ανέχεται ο άνθρωπος να αλλοιώνεται τόσο στο όνομα μιας υποτιθέμενης αγάπης. Αλλιώς μου την έμαθαν την αγάπη όταν ήμουν μικρή. Μου είπαν πως δίνει χαρά, πως γεμίζει κι ενώνει. Κανείς δε μου μίλησε ποτέ για το άλλο της πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο είναι σκληρό, πληγώνει και ξεσκίζει εγωισμούς. Κανείς δε μου μίλησε για τη μονόδρομη αγάπη, στην οποία έχεις τόσα αποθέματα να δώσεις κι όμως ο άλλος δεν καταδέχεται ούτε καν να τα εισπράξει.

Σκληρό να αποδεχθώ πως εσύ που θέλησα να σου δώσω τόσα, δεν έχεις να μου δώσεις το ελάχιστο. Μα δε μου φταις εσύ, δε φταις που δεν ένιωσες. Φταίω εγώ που δεν μπορώ να πάω παρακάτω. Που δεν μπορώ να σε σβήσω απ’ το μυαλό μου, σαν να ήσουν απλά μια λέξη από κιμωλία σκορπισμένη πάνω σε ένα μαυροπίνακα. Μα όχι, τι λέω; Δε φταίω ούτε εγώ που ένιωσα και που πίστεψα. Δε φταίω που τα λόγια που ανταλλάξαμε, τα μέτρησα με τις έννοιες τους κι όχι απλά σαν σκορπισμένα γράμματα που ξεστομίζονται λίγο πριν χαθούν στον αέρα.

Μα τι σημασία έχουν πια όλα αυτά; Εσύ πήγες παρακάτω, εγώ έμεινα στο ίδιο σημείο, να αναπαριστώ ξανά και ξανά το χθες μας. Μα αν το χθες μας άξιζε, θα γινόταν παρόν και μέλλον. Όσο κι αν το μυαλό το καταλαβαίνει αυτό, άλλο τόσο το διώχνει πεισματικά η καρδιά που συνεχίζει ακόμη να σε ζητάει τα βράδια στο διπλανό μαξιλάρι και τα πρωινά με το πρώτο άνοιγμα των ματιών μου.

Ακόμα περισσότερο απ’ την απώλεια και την απόρριψη, πονάει η ελπίδα πως κάτι μπορεί να αλλάξει. Πως θα μπορούσαμε να γίνουμε ξανά όπως ήμασταν κάποτε. Ίσως είναι αυτή η ελπίδα τελικά που δε με αφήνει να ησυχάσω. Υπήρξαμε ευτυχισμένοι τότε, γιατί να μην μπορούμε τώρα; Δύσκολο την ξεριζώσω από μέσα μου. Να διώξω εκείνη, να διώξω εσένα, μου έπεσαν πολλά ξαφνικά.

Λένε πως αντέχει ο άνθρωπος, πως τον νικάει τον πόνο. Θα έρθει μια μέρα που δε θα σε σκεφτώ και μετά μια άλλη μέρα κι η επόμενη. Ο χρόνος θα ξεθωριάσει την ελπίδα κι εσένα. Θα ξυπνήσω κάποιο πρωί και δε θα με ταράζει το άκουσμα του ονόματός σου, δε θα τρέμω μήπως σε συναντήσω δίπλα σε κάποια άλλη. Θα ελευθερωθώ απ’ τη σκιά σου κι ίσως μπορέσω τότε να δω τις πραγματικές σου διαστάσεις. Για την ώρα θα αφήσω το χρόνο να με γιατρέψει. Εξάλλου, αν ήσουν πραγματικά ο άνθρωπός μου, δε θα επέτρεπες να σβηστεί το χαμόγελο απ’ τα χείλη μου.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Γρημάνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη