Αυτό το πρώτο βράδυ που το διπλανό μαξιλάρι έμεινε άδειο, το πρώτο πρωινό που δε σε αντίκρισα στο ξύπνημά μου. Δε θα ξαναγυρνούσες. Ξαφνικά βρέθηκα μόνη και φοβήθηκα. Δεν ήθελα να το δεχτώ, το έδιωχνα απ’ το μυαλό μου. «Δε χωρίζουν έτσι οι ζωές, των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο». Τι παιχνίδια σου παίζει το μυαλό, όταν επιτρέψεις στην καρδιά να το επισκιάσει. Κι όμως χωρίζουν οι άνθρωποι κι ας αγαπήθηκαν με πολύ κόπο κι ας επένδυσαν κι ας προσπάθησαν. Έρχεται η ώρα να τραβήξει ο καθένας το δικό του δρόμο.

«Ή κι οι δυο μας ή κανείς», μα δεν ισορροπήσαμε τελικά, πέσαμε κι από κάτω δεν υπήρχε δίχτυ ασφαλείας. Έπεσα και πληγώθηκα, πόνεσα, γέμισα πληγές. Δε βιάστηκα να τις γιατρέψω. Τον τίμησα το χωρισμό, όπως του αρμόζει. Κανένας χωρισμός δεν είναι ανώδυνος, αν η σχέση υπήρξε αληθινή. Μέσα στον παραλογισμό μου, έκανα στον εαυτό μου ένα δώρο ανεκτίμητο. Του επέτρεψα να θρηνήσει. Τον έζησα τον πόνο μου, δεν προσπάθησα να τον καλύψω όπως-όπως.

Έπρεπε να αποκοπώ από εσένα, όπως το παιδί απ’ το στήθος της μάνας. Κάθε μου δάκρυ με θεράπευε, χωρίς να το καταλαβαίνω. Ξέσπασα, βγήκα, ήπια, φλέρταρα. Πίστεψα ανόητα πως έτσι θα σε εκδικηθώ. Θέλησα να σου δείξω πως δε σε έχω ανάγκη, ως που με το καιρό κατάλαβα πως όντως δε σε είχα.

Αν ένιωσα θυμό ήταν που απογοητευτικά απ’ τα δικά μου όνειρα, όχι από εσένα. Πίστεψα λανθασμένα τότε πως με πρόδωσες, επειδή δε θέλησες να τα ακολουθήσεις. Έπρεπε να βρω τρόπο να σε συγχωρήσω. Όχι για σένα, μα για να γαληνέψω εγώ. Σ΄ αγάπησα κάποτε κι η αγάπη δεν έχει ημερομηνία λήξης. Θα είσαι πάντα ένα κομμάτι μου, όμως τώρα είμαι ήρεμη, δεν μπορείς να με επηρεάσεις.

Ο έρωτας είναι διαφορετικός απ’ την αγάπη. Προσπαθώ να θυμηθώ αν ήμουν ακόμη ερωτευμένη. Έτσι κι αλλιώς είχαμε αρχίσει να φεύγουμε όλο και πιο μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Ο έρωτας είναι κτητικός, διεκδικητικός, τη μια στιγμή έχει τα πάντα και την επόμενη ζητιανεύει για τα πάντα. Ήταν, όμως, το δικό σου χάδι που ζητιάνευα; Μήπως ήταν η μοναξιά που με τρόμαζε; Μήπως απλά με φόβιζε να μην έχω κάποιον «δικό» μου;

Λες και μπορείς να χωρέσεις τους ανθρώπους μέσα σε κτητικές αντωνυμίες. Ίσως να ήταν όλη αυτή η ανατροπή της ζωής μου, που με τάραξε. Η αλλαγή της συνήθειας, τα νέα δεδομένα. Τα είχα όλα τακτοποιημένα στο μυαλό μου κι εσύ τράβηξες τη σκανδάλη και τα γκρέμισες.

Πόσο δειλοί γινόμαστε οι άνθρωποι, προτιμούμε να συμβιβαζόμαστε απ’ το να πάρουμε το ρίσκο της αλλαγής. Λες κι ο χρόνος μας είναι απεριόριστος, χωρίς να καταλαβαίνουμε πως είναι υποχρέωσή μας να δώσουμε στον εαυτό μας χαρά.

Τώρα, μετά από καιρό, ήρεμη πια σου οφείλω ένα «ευχαριστώ» για το δώρο που μου έκανες φεύγοντας. Με ανάγκασες να μάθω να θέλω ανθρώπους, μα να μην τους έχω ανάγκη. Με ανάγκασες να θυμηθώ πως οι άνθρωποι είναι αυτόνομοι, έχουν τα δικά τους πόδια να στηριχτούν, δε χρειάζονται κανενός άλλου.

Κάπου μέσα σε όλο αυτό ξαναβρήκα τον εαυτό μου, που είχα παραγκωνίσει για χάρη μας. Του ζήτησα συγνώμη και τον αγκάλιασα τρυφερά. Πιο τρυφερά από όσο είχα αγκαλιάσει ποτέ εσένα. Βρίσκονται και χωρίζουν οι άνθρωποι, μα δε μένουν μισοί τελικά. Είμαι εδώ, ολόκληρη, ζω, συνεχίζω, γελάω κι η ζωή προχωρά χωρίς εσένα. Θέλω πολλά, μου αξίζουν πολλά, θα έχω πολλά.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Γρημάνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη