Μερικές φορές ο εχθρός δεν υπάρχει μέχρι να αρχίσεις να αναζητάς έναν. Τον έψαχνα μάταια εκεί έξω, πολύ παρά πέρα από ‘κει που φτάνει το μάτι μου. Τελικά ανακάλυψα ότι ήταν ανάμεσα σε αυτούς εδώ τους τοίχους. Από όλους τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τα μάτια ή τη ζωή μου, από όλους τους ξένους που γίνανε αγαπημένοι κι από όλους τους αγαπημένους που ξέρανε μόνο να αγαπάνε από μακριά είχαν όλοι τους ένα κοινό: ύψωναν τοίχους είτε για να κρατήσουν κάτι απ’ έξω είτε για να κρατήσουν κάτι μέσα. Εγώ ήθελα πάντα να έχω κάπου να στηρίζομαι, να ορθώνω το ανάστημά μου σε κάτι στέρεο κι ύστερα να το βάφω με το χρώμα που θα έκανε τη σκιά μου να μην ξεχωρίζει πάνω του.

Αν δεν τη βλέπω είναι σαν να μην υπάρχω εδώ, αλλά εκεί μαζί σου. Αν δεν τη βλέπω δεν την αντιλαμβάνεται ούτε ο εχθρός και για λίγο δε με κυνηγάει. Γιατί όταν το κάνει, λίγο πριν μου κοπεί η μιλιά που τρέχω να μη με προλάβει, με αναγκάζει με βία να την ξαναβρώ και να φωνάξω το όνομά του. Όταν τελικά το λέω και δεν είναι άλλο απ’ το δικό μου, ψηλαφίζω στους τοίχους  πάλι μέχρι να βρω την ισορροπία μου και με παίρνω αγκαλιά μόνη, μέρα μεσημέρι, με έναν ήλιο που τρύπωσε ακάλεστος ανάμεσα στους τοίχους και δεν έχει καμία σημασία αν δεν τον κυνηγάμε μαζί κάτω απ’ τα λευκά σεντόνια.

Προσπαθώ να με συγχωρέσω σφίγγοντάς με δυνατά που έγινα ο εχθρός μου, στρέφοντας τα μάτια μου στο φως. Όπως κάθε φορά, κάθε νύχτα ξημερώνει πάλι, έτσι κι εγώ αν είχα άλλο ένα «πάλι» με κάθε καινούργιο φως, αυτή τη φορά θα το έκανα σωστά. Θα σε αγαπούσα σωστά αυτή τη φορά.

Θα έντυνα με τραγούδια όποια σιωπή προκάλεσα χωρίς λόγο, θα σήκωνα όσα βάρη σου έδωσα και πίστεψες ότι κουβαλάς τη Γη, θα χρησιμοποιούσα τις λέξεις μόνο σιγανά στο αφτί σου διαλέγοντας φωναχτά αυτές της αλήθειας, θα γελούσα απ’ την καρδιά μου μαζί σου πλατσουρίζοντας τα πόδια μας σε εκείνο το κύμα δακρύων που τραβάει μέσα ο φόβος και ξαναφέρνει έξω η υπόσχεση που σου δίνω να τα κάνω όλα σωστά. Όμως δεν πρέπει ποτέ να δίνεις μια υπόσχεση γιατί ίσως χρειαστεί να την κρατήσεις και χωρίς να κρατάω ούτε εσένα ούτε αυτή κάθε φορά που ξαναβρίσκω τη μιλιά μου, όταν ο εχθρός με ξεγελάει ότι ησύχασε, το μόνο που θέλω  είναι να σου μιλήσω.

Για αυτή τη δεύτερη φορά που θα σου έδινα τη σωστή σου θέση, για όλες εκείνες τις φορές που λέω «άλλο λίγο ακόμα», ξοδεύοντας τη φωνή μου στο κενό ανάμεσα στους τοίχους που δεν καταφέρνει να σε φτάσει, για εκείνες τις λίγες που τολμάω να δω ότι και να σε έφτανε δε θα σε έφερνε εδώ. Πρέπει να πάω να σε πάρω εγώ.

Να σε φέρω να σταθείς δίπλα μου να στηριχτώ στην έκταση του κορμιού σου όσο τα δάχτυλά σου θα αγγίζουν το αποτύπωμά μου στους τοίχους. Απ’ τις ρωγμές που θα σχηματίσουν πάνω τους θα μπαίνει ο αέρας αυτός που πάντα μου έλεγες να αφήνομαι και να χορεύω στο ρυθμό του κι ας με στείλει η ορμή του αλλού από όπου υπολόγιζα. Κι όσο θα ξεμακραίνω, να βάζω μέσα μου όλα του τα χρώματα, γιατί θα μου χρειαστούν στο σκοτάδι.

Αυτή τη δεύτερη φορά, που θα τα έκανα όλα σωστά θα σου έλεγα ότι κράταγα πάντα μόνο το δικό σου χρώμα όσο φυσούσε κατά πάνω μου. Εκείνο που βάφτηκε ο μόνος τοίχος που έμεινε όρθιος απ’ τη δύναμη του ανέμου.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη