Πάντα το πιο δύσκολο από όλα τα μέρη θα είναι αυτό που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δε συνηθίζεται στη λογική σου, όσο και να τινάξεις το κεφάλι σου ενοχλημένα, δε μαλακώνει η καρδιά σου όσες αγκαλιές κι αν σε πάρουν για να γεμίσουν το άδειο σου βλέμμα.

Είναι μόνιμα αυτό το σημείο που πείθεσαι κι εσύ ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο. Είσαι κάπου στη μέση, ο έρωτας που νιώθεις πάει μπρος-πίσω χωρίς να ξέρει πού είναι το σωστό του μέρος κι οι πιθανότητες για όσα έγιναν, γίνονται, θα γινόντουσαν σε τραβάνε σαν ρουφήχτρες.

Οι ερωτήσεις θέλουν απαντήσεις κι εσένα δε σου περισσεύουν περιγραφές. Τι πήγε στραβά, τι πήγε σωστά να το ξανακάνουμε, είναι η μετάβαση σε κάτι άλλο ή η αρχή ενός ντόμινου που δε θα μας ξαναβάλει στο παιχνίδι. Και άλλα τόσα, όσο ο οργανισμός σου τα πολλαπλασιάζει.

Είναι σύνηθες της ανθρώπινης φύσης στην προσπάθειά της να πνίξει κάτι να καταλήγει να το γεννάει ξανά και ξανά τελικά. Μόνιμα όταν το πράγμα χαλάει, όταν είσαι ανέτοιμος να ζυγίσεις τι είναι αυτό που συμβαίνει γιατί καλό και κακό σε κοιτάνε με το ίδιο δέλεαρ, όταν δεν πάει όπως το είχες σκεφτεί, αλλά δεν έχεις αποφασίσει αν αυτό είναι ή όχι κακό, όταν απορείς με εσένα πιο πολύ από ό,τι απορείς με αυτόν που κοιμάσαι, τότε συμβαίνει.

Τότε αναδύεται η ανάγκη να πας πίσω. Να φτάσεις και πάλι στην αρχή, να καθίσεις σε μια μεριά και να παρακολουθήσεις τη σχέση σου μέχρι σήμερα. Δε θα είσαι όμως παθητικός θεατής. Παρακολουθείς ακριβώς για να μπορείς να παρεμβαίνεις και να αλλάζεις ό,τι δε σου αρέσει. Nα μουτζουρώσεις τις γραμμές του πλαισίου στις οποίες νιώθεις ότι είσαι και να βγεις έξω. Να τραβήξεις τα ηνία σε ό,τι ίδιο συμβαίνει και να το χαλιναγωγήσεις εκεί που θες.

Να υποσχεθείτε μεταξύ σας ότι θα δέχεστε πάντα πίσω στο σπίτι ο ένας τον άλλον όταν κάποιος παραστρατεί, χωρίς να το θέλετε όλο δικό σας, φρούριο για τον ασυμμάζευτό σας θυμό. Να δείξεις όσα δε λες, να δώσει όσα φοβάται. Κι ο κόσμος να σταματήσει να γυρίζει πιο γρήγορα απ’ το βήμα σας, αλλά να πάτε με τη ροή του χέρι-χέρι.

Όμως πια το ξέρεις τι γίνεται με αυτόν, με το χρόνο που περνάει. Δε μετριέται με τις μέρες που περνούν, αλλά με τη ζημιά που σου κάνουν. Μπορεί να συμβούν δέκα χρόνια σε ένα απόγευμα και κανένα σωστό απόγευμα στα δέκα χρόνια. Η πορεία του είναι πάντα συγκεκριμένη προς τα μπροστά. Ίσως για να μας δείχνει κι εμάς ότι προς τα εκεί πρέπει να πηγαίνουμε.

Κι αυτός ο σπασίκλας που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και ξέρει και το δρόμο το δικό μας και τον φανερώνει καλύτερα όσο περνάει, καταλήγει και τελικά ο μόνος σύμμαχός μας. Κυρίως γιατί βαρεθήκαμε να τον έχουμε εχθρό. Αυτή παύση εχθροπραξιών με το χρόνο προκύπτει τη μέρα που βλέπουμε ότι ο καλύτερός μας εχθρός είναι ο εαυτός μας. Αυτό ο εαυτός που δεν μπορεί να δεχτεί ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν.

Όπως δεν αλλάζει το ότι δεν μπορείς να πας πίσω. Κι όσο και να σου σπάει τον τσαμπουκά ότι έχεις μείνει στάσιμος στη μέση, μπορείς να πας μπροστά. Η αρχή δεν αλλάζει, τόσο σίγουρα όσο το ότι δεν αλλάζει κανείς μας, μπορεί όμως να αλλάξει το τέλος. Μπορεί να αλλάξει η κατάληξη όσων ζεις εδώ και τώρα κι ας μην ήρθε ακόμα η ώρα της και τυπικά.

Μπορεί να αλλάξει και ξέρεις και πώς. Όπως θα ήθελες να γίνεις θεατής του πριν, τώρα γίνε για το μετά. Μείνε εκεί που είσαι, παράτησέ τα όλα, οραματίσου ποια θα ήθελες να είναι η κατάληξή σας από όλο αυτό. Μια μέρα τη φορά, μια κατάσταση τη φορά, μια ανάγκη τη φορά και θα τα δεις όλα να έρχονται σε σένα.

Όχι, δεν είναι μαγεία γιατί κανείς δεν εγγυάται ότι θα έρθουν ευνοϊκά. Είναι βοήθεια απ’ το σύμμαχό σου χρόνο που πάντα λέει την αλήθεια. Απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Όποιο κι αν είναι. Άλλωστε, δεν είναι τέλος μέχρι να πείτε κι οι δύο ότι είναι.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη