Καμιά φορά όταν στέκεσαι στην πόρτα για να φύγεις όλα αυτά που κουβαλάς έχουν αποχωρίσει πριν από σένα. Είναι αυτό που λένε αναγκαστική εκκένωση. Αυτό που δε σου λέει κανείς είναι ότι όταν βγεις στο δρόμο πια και κουλουριάζεσαι στο παλτό σου, κουμπώνεις τη ζακέτα σου, τρίβεις λίγο τα μπράτσα σου και τα χέρια σου σταυρώνουν μπροστά σου ή απλά περπατάς σκυφτός είναι γιατί με όλο αυτό το άδειασμα φοβάσαι ότι χάσκεις κι όλοι στο δρόμο θα δουν τι είχες μέσα που τώρα λείπει.

Ούτε κι εγώ το ήξερα. Το διαπίστωσα μετρώντας βήματα με το κεφάλι χαμηλά. Στα λίγο πιο μεγάλα που έκανα για να αποφύγω λακκούβες φοβούμενη ότι αυτό το στρώμα νερού δεν έχει έδαφος από κάτω και θα με ρουφήξει τότε κατάλαβα ότι σίγουρα υπάρχει παρακάτω. Πιο χαμηλά κι απ’ την κλίση του κεφαλιού μου, πιο βαθιά κι από τον πάτο της λακκούβας, πιο μέσα κι απ’ το μέσα που λείπει.

Και λογικά αυτό με έβγαλε στο δρόμο. Αυτό με έκανε να κλείσω την πόρτα. Το ότι όσο πραγματικό κι αν είναι αυτό το «παρακάτω», εγώ δε θέλω να είμαι μέρος του. Θεωρητικά έφυγα μόνο από σένα, στην πράξη όμως έφυγα από εκείνη την ασταμάτητη επιρροή της παιδικής ηλικίας. Σε αυτό τον ατέλειωτο παράδεισο που μου μόστραρε κάθε φορά που τολμούσα να σκεφτώ ότι ίσως να μην υπάρχει.

Έλεγα δεν μπορεί, η καρδιά μου χτυπάει αλλιώτικα στο κάθε άγγιγμα, στο κάθε ξεγύμνωμα, στο κάθε ιδρωμένο πρωινό και μεθυσμένο βράδυ, κάπως έτσι θα είναι αυτός ο παράδεισος αρρενωπός, θα μυρίζει κι απ’ τον δικό μου ιδρώτα μαζί, θα ανασαίνει απ’ τη βρόμική μου ανάσα το χάραμα και θα ζει μέχρι το σούρουπο για να συντονιστεί στο ρυθμό της. Αν ζω εγώ θα ζούσε κι αυτός από μένα.

Τίποτα, όμως, δε μας ανήκει όσο οι ανάσες μας. Γι’ αυτό έστω και τώρα κατάλαβα ότι ο καθένας μας έχει τη δική του. Βέβαια ο παράδεισος δεν κάνει λάθος. Αυτός είναι, αυτός θα είναι πάντα, απλά μέχρι να τον φτάσεις εκπαιδεύεσαι πρώτα στο άδειασμα, στην πτώση και στη σύγκρουση των σωμάτων στην όποια πάντα θα ηττάσαι μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο.

Μέχρι τότε τις περισσότερες νύχτες θα κοιμάμαι με των ήχο αυτών των λέξεων να χτυπάνε την πόρτα. Θα τολμούσα να σκεφτώ ότι επίτηδες τελικά τελειώνει κάτι κι ακόμα πιο επίτηδες αρχίζει. Αυτή η περιρρέουσα παιδικότητα που ενίοτε δε συμμαζεύεται θα σου δηλώσει ότι, ναι, επίτηδες όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να ενώσει τους εραστές. Κι εγώ θα σου πω ότι συνωμοτεί όντως, αλλά για να ενώσει τους λάθους, αυτούς που σαν εμένα, σαν εσένα, αναγκάστηκαν να φύγουν για να αποφύγουν τις συνέπειες της ρουφήχτρας που λέγεται «ευτελισμός», αν έμεναν.

Ωραία λέξη ε; Ακαδημαϊκή. Με τα όλα της. Κι έναν βαθμό δυσκολίας για τον μέσο όρο για να μην μπορούν όλοι οι απέξω να καταλάβουν ότι τελικά αυτό που χάσκει είναι ίδιο με αυτό που έχουν κι αυτοί στο σπίτι ή είχαν κάποτε. Κανείς δε γλυτώνει απ’ τους «επίτηδες». Είναι στη μοίρα όλων αυτό το χαμένο παιχνίδι κι ίσως το μοναδικό που να αξίζει να ηττηθείς.

Όχι, δεν επικαλούμαι τσιτάτες ατάκες, αλλά την άλλη όψη του επίτηδες που είναι το απαγορεύεται. Έτσι, λοιπόν, ξέροντας ότι έχω φάει πάλι τα μούτρα μου ξέρω εξίσου ξεκάθαρα ότι άξιζε. Γιατί τελικά ξέρεις τι είναι πιο δυνατό από εκείνες τις φωνές στην πόρτα; Αυτή που θα εννοεί το «Μωρό μου, απαγορεύεται να πέσεις όσο σε κρατάω». Θα το καταλάβεις ότι το εννοεί όταν δε θα νιώθεις ότι χρειάζεται μια μέρα να κρατηθείς από πουθενά.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη