Εμείς δημιουργούμε τους δαίμονές μας. Τους επιτρέπουμε να υπάρχουν στο πλάι μας, να κοιμούνται κάτω απ’ το κρεβάτι μας, να γεμίζουν το νου μας με ό,τι έχουμε αφήσει ανείπωτο, να μας απευθύνονται με ό,τι δεν αντέχουμε να ακούσουμε.

Τους επιτρέπουμε να μας πάνε στη δουλειά αφήνοντας οχτώ ώρες να περάσουν μέσα σε ένα κοστούμι –κάτω απ’ το οποίο υπάρχει κάτι που κανείς δε νοιάζεται ή γνωρίζει για το χτύπο του– και να μας ταΐζουν με την επιθυμία να δραπετεύσουμε στον ηλιόλουστο καιρό. Τους αφήνουμε να μας δένουν με στιγμές ενώ περνάνε τόσο γρήγορα και να σκοτώνουν το χρόνο μας ενώ αυτοί θα έπρεπε να είχαν σκοτωθεί εξ αρχής.

Αυτή η ελεύθερη είσοδος στις ζωές μας επιτυγχάνεται υποσυνείδητα, απρόθυμα τις περισσότερες φορές. Όμως υπάρχουν φορές που γίνεται με την πλήρη συγκατάθεσή μας. Φορές που έχουμε την ξεκάθαρη εικόνα του τι μας κυβερνά και το αφήνουμε να χορταίνει με την ύπαρξή μας με τον τρόπο του. Εμείς απλά καθόμαστε αναπαυτικά, κάνουμε προπόσεις σε αυτό και παρακολουθούμε. Αυτές είναι οι στιγμές που μπορούμε να διαχειριστούμε τον εαυτό μας μόνο εγκαταλείποντάς τον. Με το να αφήσουμε τα πράγματα απλά να κυλήσουν, τη ζωή να περάσει και να μην κάνουμε τίποτα.

Κάποιες φορές αρκεί να σβήσουμε τα φώτα και να απολαύσουμε την ησυχία της απραγίας ,αφού έχουμε κάνει τα πάντα για να την αποφύγουμε –μάταια–  προηγουμένως. Την αφήνουμε να κυριαρχήσει κατά κάποιο τρόπο. Δεν κάνουμε καν τον κόπο να την αναλύσουμε, ούτε για να δούμε το βάθος της. Πόσο κάτω έχει ακόμα. Γιατί υπάρχει λόγος που βρεθήκαμε χαμηλά, υποτίθεται ότι θα βρούμε κάτι εκεί. Ενώ παρακολουθούμε την κάθοδό μας, χρονοτριβούμε πάνω σε ιστορίες με καταιγίδες που γκρέμιζαν τα κάστρα που χτίζαμε στην άμμο. Γράφουμε ευχές σε χαρτιά τα οποία ύστερα κάνουμε βάρκες μόνο για να τα δούμε να επιπλέουν στο δρόμο στα νερά που ξέβρασε η καταιγίδα.

Προσπαθούμε να θυμηθούμε τι ευχόμασταν μόνο για να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η μία και μοναδική αγάπη ήταν ψέμα. Εκείνη η ευχή για αυτήν ήταν ψέμα. Ίσως και για αυτό να μας έμοιαζε με την πιο μεγάλη. Ωστόσο υπήρχε πολύ πιο πριν κι από εμάς τους ίδιους. Έτσι βλέπουμε τα ελαττωματικά συμπεράσματά μας ενώ ακόμα παρακολουθούμε την ίδια μας την ιστορία στην οθόνη του μυαλού μας. Είναι δύσκολο να ανακινήσεις αυτή την άσβεστη επιθυμία και να σταματήσεις να θες αυτό το αίσθημα του έρωτα ακόμα και αν ξέρεις ότι ίσως σπαταλήσεις χρόνια ψάχνοντάς τον σε μέρη όπου τελικά θα βουλιάζει.

Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντα αναρωτιόμαστε πόσοι άλλοι σαν εμάς ψάχνουν την αγάπη έξω, η οποία όμως σπανίως πετυχαίνει να θρέψει την αγάπη μέσα. Οι δαίμονες τώρα έχουν ξεκινήσει το πάρτι μπροστά σου. O βασικός τους στόχος σταδιακά παίρνει μορφή. Κι ήταν πάντα η αλήθεια. Η αλήθεια είναι σαν την ποίηση. Σε κανέναν δεν αρέσει γι’ αυτό που είναι, όλοι αγαπούν την ιδέα της. Ή απλά τον ήχο της λέξης αλήθεια να γεμίζει στόματα αποφασιστικά και σταθερά.

Αυτό το ποιητικό υπόβαθρο σε κάνει να γίνεσαι το φεγγάρι και τον έρωτα που λαχταράς τον ωκεανό στη μέση του οποίου βρήκες το έμβολο που έπεσε απ’ τον ουρανό για να σε σώσει. Συχνά νομίζουμε ότι είναι εύκολο να αφηνόμαστε, αλλά βαθιά μέσα μας ελπίζουμε μόνο να σωθούμε. Θέλουμε να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά, οι ευχές μας να πιάσουν κι αυτός ο έρωτας να είναι το ρεύμα που θα μας τραβάει έξω όταν έχουμε μπει πολύ βαθιά μέσα και κινδυνεύουμε πονάει να πνιγούμε. Κι αν αυτό ο έρωτας είναι τελικά η θάλασσά μας δε θα μας το αλάτι στις πληγές πια. Θέλουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι το όνειρο, γιατί αν εμείς είμαστε το όνειρο δεν υπάρχει λόγος για ύπνο. Δεν υπάρχει καν λόγος να κλείσουμε τα μάτια και να αφεθούμε.

Οι δαίμονες τώρα έχουν δυναμώσει τη μουσική και χορεύουν θριαμβεύοντας τον σκοπό τους. Γιατί όχι μόνο μας έδειξαν την αλήθεια, αλλά την εδραίωσαν κιόλας, χορεύοντας υπό την επήρειά της γύρω μας. Έρχονται πιο κοντά κι εστιάζουν στα μάτια μας. Νιώθουμε τη ζεστασιά τους καθώς μας ψιθυρίζουν: «Τώρα ξέρεις». Ενστικτωδώς θέλουμε να σηκωθούμε και να τους δώσουμε μια γροθιά στη μούρη και να εκτοπιστούν απ’ την περιοχή μας, αλλά δεν το κάνουμε. Δε θα μπορούσαμε ακόμα και αν το θέλαμε. Επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Καθώς αρχίζεις να γελάς με τη σύγχυσή σου και να απολαμβάνεις την εμφάνιση αυτής της διαύγειας.

Ξέρεις ότι οι δαίμονες έχουν δίκιο. Ξέρουμε ότι η καλύτερη πιο ανθεκτική σχέση αγάπης αρχίζει με το να αγαπάμε τον εαυτό μας. Ακόμα κ αν δεν το έχουμε πετύχει πλήρως, οι δαίμονες μπορούν να μας βοηθήσουν προς την κατεύθυνση αυτή. Μας ξέρουν καλύτερα απ’ τον καθένα και μας αγαπάνε ό,τι και αν γίνει. Στο κάτω-κάτω του επιτρέπουμε να κατοικούν και να αναπνέουν μέσα μας. Τους χρειαζόμαστε όσο και τους εαυτούς μας. Κυρίως γιατί είναι η πιο αληθινή μας αντανάκλαση και κάθε έρωτας που μπορεί να τους ανεχτεί μπορεί και να παραμείνει και μαζί μας.

Κάθε έρωτας που έρχεται με το δικό του αντίστοιχο σκοτάδι κι ανυπομονεί να γνωριστεί με το δικό μας. Όχι έναν έρωτα ερωτευμένο με την ιδέα του έρωτα. Τον έρωτα που θα λαχταράει τη σάρκα και τα οστά της πιο σκοτεινής και τρομακτικής μας εκδοχής.

Αυτόν τον έρωτα που θα αγαπήσει εμάς και τους δαίμονές μας, εκεί που αποτυγχάνουμε να αγαπήσουμε τους εαυτούς μας και το κάνουμε μόνο αφού έχουμε μαζέψει τα κομμάτια μας από κάτω.

Έτσι παρ’ όλες τις προσπάθειές μας να τους εξορίσουμε, να τους τρομάξουμε βάζοντας τις φωνές και να τους εξοντώσουμε, καταλήγουμε να τους προστατεύουμε να τους θρέφουμε και να τους βλέπουμε να μεγαλώνουν. Γιατί τώρα ξέρουμε. Αν σκοτώσεις τους δαίμονες, πεθαίνουν κι οι άγγελοι μαζί.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη