Αν υπάρχει κάτι που δε μας φτάνει ποτέ –εκτός απ’ τα λεφτά, εκτός απ’ τις στιγμές που δεν είχαμε καμία έννοια κι εκτός απ’ τη μάνα μας, όταν δεν γκρινιάζει που ακόμα είμαστε ανύπαντροι– είναι τα λόγια. Οι λέξεις. Όλες οι προτάσεις που έχουν κι εμάς μέσα. Όμως όχι όλα τα λόγια. Καλέ, προς θεού! Τι είμαστε; Τίποτα εδραιωμένοι Ευρωπαίοι που τα έχουμε όλα λυμένα και δε στραβώνει το στόμα μας όταν ακούμε κάτι που δε μας αρέσει; Με τα λόγια εννοούμε μόνο τα ωραία λόγια. Τις όμορφες λέξεις. Όλα τα κοσμητικά επίθετα που έχουν το όνομά μας, το ουσιαστικό μας, το επίθετό μας κι αν γινόταν θα είχαν και τη διεύθυνσή μας. Να μας χτυπάνε το κουδούνι με χρονοδιάγραμμα, να μας τα λένε και να φεύγουν.

Γιατί με χρονοδιάγραμμα; Γιατί εκτός του ότι δε μας φτάνουν και θέλουμε συνέχεια κι άλλα, είναι και το ότι τα χρειαζόμαστε ανάλογα με την κάθε περίσταση, στο κάθε συμβάν, στην κάθε στιγμή στη ζωή μας. Έχουμε ανάγκη τις λέξεις, τα κομπλιμέντα. Να μη μου χρεωθεί υπερβολή εδώ που είπα κάθε στιγμή. Αρκεί να σκεφτείτε πώς θα νιώθατε αν κάποιος απ’ το πουθενά κάθε πρωί πηδούσε έξω απ’ το ξυπνητήρι και φώναζε «Είσαι ένα πανέμορφο πλάσμα. Δε σου λείπει κάτι. Βγες και κατάκτησε τον κόσμο. Είναι δικός σου». Αν συνέβαινε το ίδιο και το μεσημέρι που θα είχατε φάει στη μούρη όλη την κίνηση να πάτε στη δουλειά, όλα τα αφεντικά, όλη τη ζωή που βγαίνει ή απλώς δε βγαίνει έξω απ’ τη δουλειά, αλλά η ψυχή σας βγαίνει άνετα πάντα ωστόσο, όλα όσα δεν προλάβατε, όλα όσα ούτε αύριο θα προλάβετε, ε, δε θα νιώθατε κάπως; Κάπως καλά, κάπως καλύτερα κάθε ώρα που θα περνούσε ώσπου τελικά πες-πες αυτός ο κάποιος απ’ την οθόνη γίνεται απαραίτητος, όπως οι καρδούλες στο Ίνσταγκραμ ένα πράμα και τρομάζουμε ότι δε θα έρθει καθόλου αν αργήσει.

Το πρόβλημα δεν είναι τόσο στον τρόμο –που είναι κι εκεί, ας μη λέμε ψέματα– αλλά στο από πού ξεκινάει. Και, ναι, καλά μαντέψατε κι ας μην έβαλα δώρο μπλουζάκι ή κλήρωση, ξεκινάει από μας. Λογικά το έχετε ήδη πάρει χαμπάρι ότι ανασφαλείς και φοβισμένοι γεννηθήκαμε. Γι’ αυτό βγαίνουμε απ’ την κοιλιά της μάνας μας κλαίγοντας. Είναι τέτοιος ο τρόμος μας τι γίνεται με τον κόσμο έξω απ’ τον ομφάλιο λώρο που καταρρέουμε σε κλάματα πριν καλά-καλά χρειαστεί να τον αντιμετωπίσουμε.

Επίσης, αυτή η ανασφάλεια συντηρεί και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Θέλουμε φίλους, προσωπική ζωή, συγγενείς, γνωστούς και γενικά σώματα να γεμίζουν το χώρο κι ανάλογα με την ιδιότητα του καθενός να κάνουμε κι από μια σχέση μαζί του. Το καλή ή κακή το ‘χουμε αναλύσει παλιότερα, δεν μπορώ τις επαναλήψεις -εκτός κι αν είναι το «Λόγω τιμής».

Οπότε με όλες αυτές τις σχέσεις, και με τόσους ανθρώπους εκεί έξω εκτός σχέσεων, κάτι πρέπει να κάνουμε για να περνάει κι η ώρα και να περνάει κι ο φόβος κι η ανασφάλεια. Γιατί αν δεν το κάνουν μάκια να περάσει όσοι έχουμε κάτι μαζί τους, ποιος θα το κάνει; Τι τους θέλουμε μετά; Και κάπως έτσι, αυτό που μας τρώει χορταίνει κι εμείς είμαστε με πέντε κράκερ τη μέρα κι έναν καφέ.

Γιατί κάποιος μας είπε ότι αδυνατίσαμε τη στιγμή που είτε είχαμε πάρει όλα τα κιλά των γιορτών, είτε θέλαμε να φάμε και τα πλακάκια από μια δίαιτα που στη Μαίρη έκανε θαύματα. Κάπως έτσι, κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη να επιβεβαιωθούμε ότι όταν μας είπαν όμορφους αναφέρονταν όντως σε μας. Κάπως έτσι, στον καταιγισμό άλλων κομπλιμέντων, επιθέτων κι όμορφων φράσεων με εμάς παραλήπτη κι ενώ κάποιος τα εννοούσε, εμείς νομίζαμε είτε ότι θέλει να μας ρίξει στο κρεβάτι, είτε ότι κάποια χάρη ψαρεύει, είτε ότι μας κάνει πλάκα, είτε οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ το ότι λέει την αλήθεια.

Στα μάτια του ήμασταν ωραίοι κι έξω και μέσα. Το θέμα, όμως, θα είναι πάντα τα δικά μας μάτια και πόσο συμβαδίζουν με τη σωστή φωνή στο κεφάλι μας. Γιατί υπάρχουν πολλές φωνές κι η φασαρία τους πιο πολύ μας χαστουκίζει παρά μας αγκαλιάζει. Μαντέψτε, όμως. Πάλι χωρίς δωράκι ή κλήρωση. Δεν τις έχουμε ανάγκη. Ούτε τις φωνές ούτε τους άλλους. Χρειαζόμαστε εμάς και τι λέμε εμείς σε μας.

Όχι, δεν προτρέπω κλείσιμο σε σπηλιά αλλά κλείσιμο αφτιών και στόματος ενίοτε. Και του δικού σου και των άλλων. Κυρίως αυτών που διαλαλούν αυτοπεποίθηση με ροζ λέξεις. Αυτών που μοιράζουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους με κομπλιμέντα. Ακόμα κι αν εσύ είσαι ανάμεσά τους. Θες φερμουάρ.

Γιατί αν μέχρι τώρα, μετά από όσα πέρασες και σε έφεραν εδώ, ακόμα νομίζεις ότι χρειάζεσαι τα κράκερ, τις φωνές, τους άλλους και τα επίθετα, έχεις απογοητεύσει οικτρά τη μόνη ύπαρξη που εσένα δε θα τολμούσε ποτέ να στο κάνει αυτό: τη δική σου.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη