Ξύπνησες πριν το ξυπνητήρι και σήμερα. Πας να το κλείσεις στα γρήγορα πριν προλάβει ο ήχος του να τρυπήσει τον απόηχο των λέξεων από χθες το βράδυ. Στο σκοτάδι οι σκέψεις, η έκφρασή τους, το τι κάνουν μέσα σου πάει λίγο πιο βαθιά, λίγο πιο έντονα, λίγο πιο αγνά από ό,τι την ημέρα. Κι όμως έχει ξημερώσει.

Σηκώνεσαι να ανοίξεις το παράθυρο, να χυθεί το φως στο δωμάτιο. Ο καιρός έχει κρυώσει κι ο χρόνος λεπταίνει μικραίνοντας τις μέρες. Τις στριμώχνει, τις συμπυκνώνει μεταξύ σκοταδιού κι αυγής. Γι’ αυτό και το φως είναι διαφορετικό. Κάθε πράγμα, κάθε σώμα έχει κι από μια άλλη σκιά.

Και τότε είναι που ο μέσα κόσμος με τον έξω επιβεβαιώνουν το ασύμβατό τους. Κι εσύ νιώθεις την κάθε παράλληλη γραμμή τους, το κάθε βάρος των σκιών, την κάθε ένταση του φωτός να περνάνε πάνω απ’ το κορμί σου, σχεδόν ακούς το κρακ των οστών σου, νιώθεις την ψύχρα να διαπερνά τη σπονδυλική σου στήλη, τις πατούσες σου να μισούν το κρύο πάτωμα, τα μάτια σου να πονάνε στο τράβηγμα της κουρτίνας.

Παραδέξου το. Δεν ήθελες να χαράξει καινούργια μέρα. Ούτε και σήμερα. Αποστήθισες όλα τα κλισέ των ευκαιριών με το πρώτο φως της μέρας, της θέας στο τέλος της ανηφόρας, του όρθιου αναστήματος όσες φορές κι αν έπεσες, της υπομονής και της αισιοδοξίας, που –δεν μπορεί– κάτι λίγο θα έχει απομείνει.

Το μυαλό σου ξεκίνησε πάλι να δουλεύει υπερωρίες επαναλαμβάνοντάς τα κι οι μέρες σαν και τη σημερινή, περάσανε μηχανικά, σχεδόν ρομποτικά μέσα στα ρούχα σου, διεκπεραιώνοντας την πρακτικότητα της ζωής που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει, ενώ ήθελες να κουκουλωθείς για πάντα στην παλιά κουβέρτα του μονού κρεβατιού σου.

Κάπως έτσι περνάει κι ο χρόνος, βαθιά από μέσα σου, όσο μια άβυσσος από χίλιες νύχτες μαζί. Κλείνεις την πόρτα και βγαίνεις έξω, μια γρήγορη ματιά στο σπίτι που φαντάζει αλλιώτικο τη μέρα που δεν το ζαλίζει κανείς να βρει το νόημα, γιατί τα βράδια πριν αποκοιμηθείς μαζί σπαταλάτε εργατοώρες. Εργασία χωρίς παραγωγή όμως.

Την κλείνεις και χύνεσαι στο δρόμο, στον έξω κόσμο. Στην γραμμή που χαράζουν τα αυτοκίνητα, στις φωνές των περαστικών, στα τραγούδια στο φανάρι, στα μάτια σου στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Ακόμα ψάχνεις. Δουλειά, λεφτά, σπίτι, αυτοκίνητο, κοινωνικά, οικογενειακά, πρακτικά, όλα φτιαγμένα. Κι όμως η τρύπα σου χάσκει.

Παρατηρείς τα βλέμματα, τις κινήσεις, την αύρα –αν έχουν– των ανθρώπων που μιλάς, χαιρετάς, ανταλλάσσεις στιχομυθίες, κλείνεις ραντεβού, κανονίζεις δουλειές και καταλαβαίνεις ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο που ξέρεις, υπάρχει άλλος ένας άνθρωπος που δεν ξέρεις. Και θέλεις να γιορτάσεις με όσους δεν είναι έξυπνοι, με όσους αμφισβητούν τον λόγο της ύπαρξής τους όπως κι εσύ, με αυτούς που νιώθουν ότι δεν ανήκουν, που πιστεύουν ότι γεννήθηκαν σε λάθος αιώνα, σε λάθος γαλαξία. Με αυτούς που είναι γεμάτοι ανασφάλειες , φόβους αμφιβολίες. Με όσους νιώθουν να τους πλησιάζει η παράνοια, με επινοήσεις του καιρού μας όπως καριέρα, στάτους, τραπεζικοί λογαριασμοί και νιώθουν παγιδευμένοι στο ίδιο τους το κρέας που καλύπτει το σκελετό τους.

Με αυτούς σαν εσένα κι εμένα, που είναι εξίσου μπερδεμένοι, περίπλοκοι και μελανιασμένοι. Με αυτούς που περνάνε τα απογεύματα της Κυριακής, ατενίζοντας τους μπλε ουρανούς προσπαθώντας να βρουν την αλήθεια μέσα τους, περιμένοντας κάτι να τους σώσει, να τους ελευθερώσει, προσδοκώντας θαύματα όσο πίνουν τις γουλιές του καφέ τους. Με αυτούς τους τόσο χαμένους σε δάση και δρομάκια, πόλεις και χώρες, ελπίζοντας να βρουν την αίσθηση της ύπαρξής τους, ελπίζοντας να είναι σημαντικοί για κάποιον.

Περίμενε. Όχι γι’ αυτή. Όχι για εκείνη την αγάπη που πέθαναν μέσα στον κόσμο της, που τους πήγε τόσο στον πάτο του πηγαδιού κι όσο κι αν έσκισαν τα πνευμόνια τους δεν τους άκουγε κανείς. Όχι. Όχι, γι’ αυτή. Σημαντικοί∙ τελεία. Με αυτούς που απεγνωσμένα προσπαθούν να αγαπήσουν τον εαυτό τους με αυτή την αυτό-αγάπη που τους έχουν πει ότι είναι η μόνη γιατρειά, αλλά αποτυγχάνουν πάντα να τη φτάσουν. Με αυτούς που το σώμα κι η ψυχή τους μοιάζουν με δύο διαφορετικές οντότητες κι έχουν αυτοεξοριστεί απ’ το σπίτι μέσα στην καρδιά τους.

Με αυτούς να βγεις , να φωνάξεις να ανάψεις φωτιές στην πόλη κι απ’ τις στάχτες της να χτίσετε ξανά. Αλλά μάταια. Η πραγματικότητα μας τσάκισε, μας έκανε σκυλιά που κοιτάνε σε άδειους τοίχους, νηστικά, αδέσποτα, μας έδωσε επαναφορτιζόμενες μπαταρίες για τη δικλείδα στον εγκέφαλό μας, να την ξυπνάμε εγκαίρως πριν χαθεί πολύ στον κόσμο μας και δεν ξαναγυρίσει πίσω ποτέ.

Όμως κοίτα, κοίτα καλύτερα, πιο βαθιά στον καθρέφτη. Επέζησες. Επιζήσαμε. Τα καταφέραμε. Η επιβίωση μας πάει γιατί την αντλούμε απ’ τον κόσμο μας που κάθε βράδυ λιώνει στους τοίχους του σπιτιού μας να βρει το νόημα και κάθε πρωί μας σηκώνει απ’ το κρεβάτι. Έστω απρόθυμα, έστω άκεφα. Άλλωστε αν δε φτιάξεις τον κόσμο σου, σίγουρα πεθαίνεις στων άλλων.

Και σήμερα περπατάμε. Οι μαύροι μας κύκλοι τονίζονται όταν γελάμε. Οι γραμμές στον ορίζοντα ακόμα μας εξάπτουν τη φαντασία. Τα μαύρα σύννεφα είναι άλλη μια ευκαιρία να χορέψουμε στη βροχή και να δείξουμε στους άλλους –ναι, σε αυτούς που μας λένε τρελούς, ονειροβάτες, αλλόκοτους– το αόρατο πίσω απ’ τη βροχή. Αυτό που σε μας είναι πάντα ορατό. Το ουράνιο τόξο.

Τελειώσαμε με το να προσπαθούμε να καταλάβουμε ποιος είναι με το μέρος μας ή κατά μας ή ποιος πάει μέχρι τη μέση, γιατί δεν έχει τα κότσια να διαλέξει μεριά. Τελειώσαμε με ό,τι χαλάει τη γαλήνη του κόσμου μας. Συνειδητοποιήσαμε ότι οι γνώμες που εξαργυρώνονται μέσα μας είναι όσων μας αγαπάνε άνευ όρων, για όσα μοιραστήκαμε –ή όχι– μαζί τους, για το πανταχού παρόν μας και το δικό τους στην κοινή μας πορεία, γιατί είμαστε εμείς, έτσι απλά χωρίς παραπάνω ψάξιμο.

Ξέρουμε ότι η πίστη είναι τρόπος ζωής κι η επιβεβαίωση χρήσιμη μόνο για τις εντολές του υπολογιστή κι έτσι χτίσαμε το βασίλειό μας άτρωτο απ’ τις εξωτερικές δυνάμεις, όχι εξαιτίας ενός έρωτα, μιας δουλειάς ή ενός καπρίτσιου, αλλά γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να αφήσουμε την ευτυχία μας στην τσέπη κάποιου άλλου. Γεμίσαμε τις δικές μας με χρυσόσκονη και δύναμη σαν χαρτί που διπλώνει για να χωράει και πορευτήκαμε.

Γίναμε αυτό το κάτι άλλο που θέλαμε να νιώσουμε αποφεύγοντας στρατηγικά όλα μας τα «δεν». Γίναμε έμπιστοι. Γιατί πεθάναμε και ζήσαμε κάμποσες φορές πριν μας εμπιστευτούν. Σκίσαμε και ξηλώσαμε την καρδιά μας άλλες τόσες και κάναμε προπόσεις πίνοντας σε αυτό.

Μας ευχαρίστησαν που επιβιώσαμε κι εμείς τους το ανταποδώσαμε με το μυστικό της επιτυχίας μας που ήταν πάντα το ίδιο: Όταν τα έχεις χάσει όλα, μπες και ξαναπαίξε.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη