Κάθε που η σκέψη μου είναι μαζί σου θα έπρεπε να μπορείς να το ακούς. Να βγάζει έναν ήχο, μικρό και κρυφό, γάργαρο και γρήγορο, τραχύ κι απότομο, καθημερινό και συνηθισμένο, παράξενο και πρωτάκουστο ή έστω έναν πνιχτό και καταπιεσμένο, κάθε φούσκα στο νου μου που γεμίζει με όσα δεν προλάβαμε, κάθε φορά που προσθέτω κι άλλο ένα. Ίσως πάλι καλύτερα όχι, γιατί θα άκουγες ήχους από παντού κάθε ώρα της μέρας. Γιατί τις νύχτες τα φέρνω όλα μπροστά στα μάτια μου και τα ζω και τα ξαναζώ μέχρι να με πάρει ο ύπνος παρέα με εκείνο το λυπημένο τραγούδι που ο ήρωας του κουβαλάει εδώ κι εκεί τα δάκρυά του σε μια πλαστική σακούλα.

Εσύ, όμως, όχι, να μην κλαις και τίποτα ποτέ να μην εμποδίζει την όρασή σου προς το άπειρο. Αλήθεια, άραγε, τι να θες έτσι που κάνει η ματιά σου έναν γύρο; Τι να σου λείπει στο δωμάτιο; Τι δε σε ικανοποιεί όταν κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο; Συνηθίσαμε να κρύβουμε το μέσα μας, όμως, πάντα ξεχνάμε ότι τα μάτια μας είναι αυτά που το προδίδουν. Πάντα από μέσα έρχεται η προδοσία, άλλωστε και πάντα χωρίς κανένα μαρτύριο ή ενοχή, έτσι, αβασάνιστα μαρτυράει όλες τις κενές θέσεις που είδαν τα μάτια και προσπάθησαν να γεμίσουν κι έδειξαν οι παλάμες κι ιδρωμένες παραδέχτηκαν τελικά ότι δεν μπορούν.

Το ήξερα πάντα χωρίς, ωστόσο, να γνωρίζω πολλά ότι για να βρεις την καρδιά σου θα πρέπει να κοιτάξεις έξω απ’ το σώμα σου. Γι’ αυτό, ίσως από συνήθεια πια, τα μάτια μου κοιτάνε πάντα δίπλα στην κενή θέση στο λεωφορείο, στο άδειο σημείο στον καναπέ, στο άδειο κάθισμα στο τρένο, στη μόνη θέση του συνοδηγού στο αμάξι, στον αέρα που δεν μπλόκαρε κανένα άλλο σώμα δίπλα μου όσο στεκόμουν στη συναυλία, στο σκοτάδι του σινεμά, στα βεγγαλικά των πάρτι, στη μονή σκιά μου στον τοίχο, στον ενικό που μου απευθύνονται οι άλλοι.

Σου τις έχω όλες αυτές κρατημένες, όλες τις θέσεις κι όλο τον αδειανό τους χώρο κι έχω τόσο ζήσει μέσα στο κενό τους θεωρώντας ότι είσαι εκεί που είναι αδύνατο τελικά να τις γεμίσει κάποιος άλλος. Όχι για την εύθραυστη θεωρία του αναντικατάστατου που γεμίζει τα δειλά κορμιά με ψέματα ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο σε αυτό τον κόσμο, αλλά γιατί ξέρω ότι υπάρχει.

Ξέρω για τους απάτητους τόπους, για τους ανεξερεύνητους δρόμους και τους αχάρακτους ορίζοντες που μόνο με σένα στη δίπλα θέση θα είχαν νόημα. Ξέρεις, το νόημα είναι μια λεπτή γραμμή ανάμεσα σε αυτό που δεν είχες ποτέ και σ’ αυτό που ήταν πάντα δικό σου.

Γι’ αυτό, σίγουρα, από όσα κατέχω σου ανήκει ο πιο δικός μου ήχος –αν τελικά σε φτάνουν όλοι– κάθε φορά που γυρνάω το βλέμμα στη δίπλα θέση. Ο ήχος εκείνου του εύκολου γέλιου δύο παιδιών που τρέχουν μέχρι την κορυφή του λόφου και ξέγνοιαστα που πια την πάτησαν, κάθονται να πάρουν μια ανάσα σε μια άκρη με τα μάτια τους να χάνονται στην απόσταση που διένυσαν μέχρι εκεί.

Έτρεξα κι εγώ πάλι σήμερα να φτάσω μέχρι εκεί, όμως, η ανάσα μου δε μου έφτασε και με την οργή που φώναξα «πού είσαι;», ο ήχος γύρισε πάλι πίσω σε μένα. Μαζί του ακούστηκε κι ένα «εδώ δίπλα μαζί σου» και με την πλαστική μου σακούλα στο ένα χέρι και κάνοντάς σου χώρο με το άλλο συνέχισα προς την κορυφή.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη