Τα ίδια κάθε φορά. Σε κάθε περίσταση. Σε κάθε συνάθροιση. Πόσο μάλλον στις γιορτινές. Θες οπωσδήποτε να βρίσκεσαι δίπλα τους. Και μιας κι οι μεγάλοι πάντα τους ξεχωρίζουν από το μακρύ, οικογενειακό, γιορτινό τραπέζι, βάζοντάς τους να κάθονται πάντα ήσυχα και όμορφα σαν καλά παιδιά, σε ένα άλλο πιο μικρό παρά δίπλα, εξίσου φορτωμένο με φαγητά και γλυκά, καταλήγεις κι εσύ εκεί μαζί τους, με τα πόδια σφηνωμένα για να χωρέσεις και την πλάτη καμπουριασμένη για να φτάσεις το ύψος τους. Με τους μικρούς. Τα μικρότερα αδέρφια, ξαδέρφια, ανίψια ή και δικά σου παιδιά.

Δεν τους νοιάζει ποτέ το φαγητό εκτός κι αν είναι πολύ κακό και μείνουν εντελώς νηστικοί. Κατά τα άλλα θα φάνε ό,τι τους δώσεις γιατί δε βρέθηκαν στο τραπέζι αυτό για να φάνε εξαρχής. Βρέθηκαν γιατί τους είπαν ότι θα ήταν πολύς κόσμος με τον όποιο μπορούν να κάνουν πράγματα.

Ακόμα κι αν κάποιους ίσως δεν τους πολυσυμπαθούν από όλους νιώθουν ότι κάτι έχουν να πάρουν και σε όλους καταλήγουν να έχουν πάντα κάτι να δώσουν, όταν σώνονται οι συζητήσεις για συνταγές, τα κουτσομπολιά για τους γείτονες, οι διαφωνίες για τα πολιτικά, τα υπονοούμενα στους ανύπαντρους να νοικοκυρευτούν και τα ανούσια αστεία στους παντρεμένους για τον έγγαμο βίο, που πάντα οι μεγάλοι γελάνε συγκαταβατικά, επειδή οι ίδιοι τα κάνουν για να μην προσβάλλουν τον εαυτό τους.

Θέλεις πάντα να είσαι στο τραπέζι τους για τα σχέδια που κάνουν με το φαγητό τους όταν δε θέλουν να το φάνε. Να ένας ήλιος από μουστάρδα, με χαμόγελο από κομμάτι μπριζόλας κι ένα βουνό χιονισμένο από πουρέ πατάτας και μερικές πεδιάδες που συνορεύουν με αυτό από αρακά.

Θέλεις τις περιγραφές για τα όσα γίνονται στο σχολείο σαν να είναι ένας καινούργιος, άβολος κόσμος που ακόμα ψάχνουν να βρουν τη θέση τους σε αυτόν. Θέλεις τις αφηγήσεις και τις ακανόνιστες λέξεις για το τι γίνεται στον έξω κόσμο σαν ένα παράλληλο σύμπαν, που κάθε μέρα ανακαλύπτουν κι από μια καινούργια πύλη για να εισέλθουν και να το εξερευνήσουν.

Θέλεις τα πονηρά βλέμματα όταν πάει να γίνει ζαβολιά και τα ένοχα που κοιτάνε επίμονα χαμηλά με κόκκινα μάγουλα όταν η ζαβολιά δε διορθώνεται, αλλά τόσο την έχουν ευχαριστηθεί. Θέλεις την ακόρεστη επιθυμία τους για γλυκό μόνο και μόνο επειδή τον υπόλοιπο καιρό είναι γενικά απαγορευμένο και τώρα που επιτρέπεται υπό το γιορτινό κλίμα, έχει γίνει ένας σωρός από κρέμες, παντεσπάνια, σιρόπια που πια δεν τρώγεται υπό τη χαμηλόφωνη υπόκρουση: «Με πόνεσε η κοιλιά μου».

Θέλεις να σου μάθουν όλες τις καινούργιες λέξεις που δε σου επέτρεψε το χάσμα γενεών να μάθεις, καθώς θα χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο με την ασχετοσύνη σου και θα αναρωτιούνται μεταξύ τους :«Καλά ρε, αυτός πού ζει;». Και πάνω που εσύ θα το καταχαίρεσαι που αποχωρίστηκες όλο το σόι που είχες καιρό να δεις και κατέληξες μαζί τους, θα μαλακώνει λίγο ο λαιμός σου που σε κάνουν να νιώθεις 200 ετών.

Παράλληλα, θα μάθεις και τα πειραγμένα κάλαντα :« Άστρο φωτεινό, θα βγει φαγανό μήνυμα θα φέρει και μελομακάρονο, ήρθαν και οι γιορτές και ο Άγιος Βασίλης με τη Μερσεντές. Χέι!» Για το τέλος βέβαια έχουν κρατήσει και το τι θέλουν να τους φέρει ανάμεσα σε σχόλια ψιθυριστά ότι ξέρουν πως τελικά όλα τα φέρνει η μαμά κι ο μπαμπάς νιώθοντας έξυπνοι με μάτια που τώρα φώτισαν λίγο παραπάνω από ό,τι συνήθως.

Έχουν κρατήσει όμως κι αυτή την αγκαλιά πριν σε χαιρετήσουν και δώσετε ραντεβού στις επόμενες γιορτές, αγκαλιά δυνατή σαν σε βλέπουν για τελευταία φορά και θα τους λείψεις γιατί δεν τυχαίνει κάθε μέρα κάποιος να στριμωχτεί στο τραπέζι τους. Θα σου λείψουν σίγουρα και σένα, όμως, γιατί ούτε και σε σένα τυχαίνει κάθε μέρα να γιορτάζεις με όσους θεωρούν την κάθε μέρα γιορτή.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη