Μεταξύ μας κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι είναι. Δεν υπήρξε ποτέ ένας σαφής συγκεκριμένος ορισμός που να αρκείται σε μερικές λέξεις. Αντιθέτως στην προσπάθεια να καταλήξουμε σε ένα κοινό έδαφος ως προς τι μοιάζει, τι σημαίνει, τι είναι κι εν τέλει από πού προέρχεται, πάντα καταφεύγουμε σε ατελείωτες περιγραφές, που ανά διαστήματα εμπλουτίζονται με κάτι επιπλέον.

Όσα επίθετα, παρομοιώσεις και σχήματα λόγου και να χρησιμοποιούμε, όμως, πάντα καταλήγουμε να περιγράφουμε το μέσα μας αντί αυτού του πράγματος. Έτσι γίνεται με την αγάπη, όσο μιλάμε για αυτήν τόσο δεν τελειώνουν ποτέ όσα έχουμε να πούμε. Είναι που άπαξ και φανεί κάπου στον ορίζοντα της ύπαρξής μας, κάνει την απληστία λέξεων, κινήσεων, αντιδράσεων, πρωτόγνωρων αισθήσεων κι εντάσεων την αγαπημένη μας αμαρτία και τη χαρά μας να μη λυτρωθούμε ποτέ από αυτή. Τόσο ανυπολόγιστη όσο η επίδραση της αγάπης της ίδιας στη ζωή μας, τελικά.

Ποτέ δεν μπορεί να υπολογιστεί. Ποτέ δεν κατάφερε να χωρέσει σε κανόνες μαθηματικών, σε απόλυτα σύνολα κι εξισώσεις που δίνουν αριθμούς τέλειων αποτελεσμάτων. Γιατί όσο αμέτρητες κι αν είναι οι περιγραφές για αυτήν, υπάρχει ένας κρυφός νόμος που υπαγορεύει ότι αν την αγγίξουν οι αριθμοί είναι κάτι άλλο που το μπέρδεψες με αγάπη, αλλά όχι η αγάπη η ίδια. Και ο νόμος αυτός είναι πάντα απαράβατος.

Ακολουθώντας τον, λοιπόν, ξέρεις ότι πάντα βρίσκεται στις λέξεις που εύχεσαι συγκεκριμένα αφτιά να ακούσουν πρώτα, στις περιγραφές για τον κόσμο σου που είναι πιο ζεστός απ’ τον ήλιο τώρα, που άλλο ένα ζευγάρι μάτια δίπλα απ’ το δικό σου προσπαθούν να προσαρμοστούν στο φως του. Υπάρχει και βασιλεύει στη διαρκώς αυξανόμενη διάθεση να δώσεις τα πάντα, ή να βρεις όσα σου λείπουν από αυτά. Να τα πας καλύτερα από ό,τι σήμερα, αύριο. Κάθε αύριο. Γιατί είπαμε όταν σε βρίσκει εκείνη η ευλογημένη απληστία όλα είναι στο πολύ κι έτσι δεν υπάρχει όριο ούτε στο ημερολόγιο.

Είναι στις υποσχέσεις στον εαυτό σου να είσαι τόσο κοντά αλλά και τόσο σωστά μακριά ώστε να σας κυκλώνει η αγάπη κι όχι να σας πνίγει. Είναι στα λάθη που συγχώρεσες κι αυτό το «πολύ» που πάντα περισσεύει σου έκανε την καρδιά πιο ευρύχωρη και τις γωνιές του κόσμου πιο μαλακές.

Κι έτσι με κάθε χτύπο της υπερασπιζόσουν ολοένα και περισσότερο αυτό το «κι άλλο» που κατέκλυζε τον αέρα. Σίγουρα τότε ήταν που η σκέψη ότι μπορεί να έχεις αγαπήσει ή αγαπηθεί παραπάνω από αυτό το «κι άλλο» σε έκανε να ορκιστείς ότι εκτός όλων των άλλων θα αφιέρωνες τις υπόλοιπες μέρες σου να αποδείξεις και στον εαυτό σου ότι όντως έχεις να κάνεις με κάτι ανεξάντλητο.

Ακόμα και τις φορές που εκείνος ο ήλιος έκανε καιρό να φανεί και σε άφηνε να παραδίνεσαι σε μελαγχολικά κλισέ για τη σκοτεινή όψη του κάθε νομίσματος. Γιατί σίγουρα μέχρι και το ανεξάντλητο δεν έχει μόνο αυτή τη μια χρυσή, ιλουστρασιόν απόχρωση, αλλά όλες όσες τολμάς να φανταστείς μαζί. Έτσι υπήρχε πάντα σε όλες κι η αλήθεια είναι πως –ενδόμυχα ή έστω φανερά μόνο στον εαυτό σου– ούτε και τότε σου έφτανε. Ακόμα και τότε είχες την περιέργεια και τη διάθεση να δεις τι άλλο έχει για σένα, πόσο άλλο έχει για σένα.

Και τότε η απληστία αυτή και πάλι σαν σωστή αμαρτία που σέβεται τον εαυτό της σε έκανε να το παραδεχτείς ότι ποτέ δε θα σου φτάσει. Πάντα θα θες λίγο ακόμα αγάπη. Άλλωστε, δε γίνεται να σου φτάσει κάτι που δεν τελειώνει ποτέ.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη