Πάντα άκουγα τους άλλους να λένε ότι οι φωτογραφίες είναι για να αιχμαλωτίζουμε τη στιγμή. Να κρατάμε κάπου τυπωμένο αυτό που θα φύγει για πάντα την επόμενη μόλις στιγμή. Να το έχουμε να το βλέπουμε αυτό το κάτι που απεικονίζεται, να θυμόμαστε ότι ήμασταν εκεί και το ζήσαμε -και μας έζησε κι αυτό. Όμως πάντα διαφωνούσα με όλους.

Πίστευα ανέκαθεν ότι οι φωτογραφίες μπαίνουν σε κάδρα και κορνίζες όχι για τη στιγμή που δε θα ξαναέρθει αλλά για μας. Να μας θυμίζουν ποιοι είμαστε κάθε φορά που θα πέφτει το βλέμμα μας πάνω τους. Κάθε φορά που θα τις χαϊδεύουμε για να τις ξεσκονίσουμε. Να μας δείχνουν ίσως και ποιοι είναι κι οι άλλοι. Είτε είμαστε μαζί τους στη φωτογραφία, είτε τους βγάλαμε μόνους, να τους κοιτάμε, να μας κοιτάνε πίσω, και να τους κοιτάνε κι οι άλλοι. Γι’ αυτό ήξερα ότι έβλεπα κι εσένα μέσα στη δική της φωτογραφία κι ας ήταν μόνη της στο κάδρο. Εκείνη και μαζί της κι εκείνη η προηγούμενη ζωή σου, πριν από μένα.

Την κοίταξα παραπάνω ώρα από ό,τι κανονικά κάποιος κοιτάει τον γύρω χώρο σε ένα σπίτι που πάει πρώτη φορά. Είδα καλά τα μάτια της και τη στάση του σώματός της, την έκφραση του προσώπου της, τα δάχτυλα και το λαιμό της. Κι είδα και εσένα. Δε μου άρεσες τόσο όσο πριν, όμως για πρώτη φορά πάνω σε αυτή την ιλιγγιώδη κάψα του έρωτα, φρενάρισα και φάνηκες πιο αληθινός και γήινος από ποτέ.

Δεν έμοιαζες και τόσο με την αρχική μου εντύπωση, αλλά τουλάχιστον πια ίσως πέρα για πέρα ανθρώπινος. Με αδυναμίες και λάθη. Τα είπε όλα μια φωτογραφία. Άλλωστε οτιδήποτε δε μιλάει, ξέρει πάντα τις σωστές λέξεις για όλα. Είδα, λοιπόν, ότι έζησες. Ότι και εσύ όπως κι όλοι μας το έβαλες μέσα σου κι αυτό βρήκε να κατοικήσει και βολεύτηκε κι έτσι έγινε όλο και πιο δύσκολο να το πετάξεις σε σωστό χρόνο.

Είδα ότι δεν ξεχνάς, κι όσο αφήνεσαι και θυμάσαι άλλο τόσο νομίζεις ότι το ελέγχεις εσύ κι όχι αυτό. Όμως πάντα εκείνα, οι αναμνήσεις, η αίσθηση εκείνης της ζωής αφού ακόμα δεν έχεις μπει σε άλλη, βάζουν τους κανόνες. Είδα ότι δοκιμάζεσαι πρώτα μόνος σου να δεις αν θα αντέξεις και με τις δυο μας στον ίδιο χώρο κι ύστερα δοκιμάζεις και εμένα. Αν θα έπαιρνα δυο ανθρώπους στην τιμή του ενός.

Και τους πήρα. Τους πήρα απ’ το χέρι και τους έβαλα στον καναπέ απέναντί μου. Εκείνη έφυγε λίγο πριν το τέλος, γιατί ήξερε ότι η θέση της δεν ήταν εκεί. Εσύ έμεινες κι εγώ μπήκα στη θέση σου για να νιώθεις λιγότερο μόνος. Αν ήμουν εσύ, ίσως να έκανα το ίδιο για να σε δοκιμάσω, γιατί όλοι κάτι χρωστάμε της ανασφάλειας, αλλά θα είχα προετοιμαστεί για το δίκιο σου να μη γυρίσεις πίσω.

Αν ήμουν στη θέση σου, ίσως να έπαιρνα και μεγαλύτερο ρίσκο, να πετάξω την κορνίζα στα σκουπίδια και να μου έδινα το θάρρος να διακοσμήσω εγώ όπως θέλω. Πού ξέρεις, μπορεί και να έκανα το σπίτι καινούργιο σαν εμένα. Αν περπατούσα στα παπούτσια σου θα με χόρευα σε όλο το σπίτι τραγούδια αφιερωμένα σε μένα. Κι εσύ θα υπήρχες εκεί μόνο μαζί μου, κι όχι ο μισός μέσα στο κάδρο.

Το ξέρεις πια κι εσύ ότι κρατάει κάτι  δικό σου, γι’ αυτό δεν το διώχνεις. Γιατί ξέρεις ότι μαζί του θα φύγει κι αυτό. Αν ήμουν εσύ, θα μου έδινα την ευκαιρία να σου διώξω το φόβο αυτού που νομίζει ότι δε θα ξαναβρείς και θα σε καλούσα να βρεις όσα έχω. Αν ήμουν στη θέση σου, θα με άφηνα να δω μόνο τοπία με όμορφες καινούργιες μέρες στα κάδρα. Σαν αυτές που ξημερώνουν μόνο αν αφήσεις τις άλλες που πια δεν ξανάρθουν.

Αν ήμουν τα χέρια σου, θα με κράταγα πιο σφιχτά τώρα που με βρήκα, γιατί θα μου άξιζε να μου χαρίσεις ένα τώρα που θα γίνει αύριο, όσο κι αν σε στοίχειωσε το χθες. Αν ήμουν εσύ, θα με διάλεγα πριν διαλέξω τη θέση της στο τζάκι. Όμως δεν είμαι στη θέση σου. Ούτε στην κορνίζα.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη