Η αλήθεια είναι πως δεν ξύπνησες με όρεξη σήμερα. Όχι ότι τις προηγούμενες φορές ξυπνούσες, απλά απ’ τη στιγμή που χτύπησε το ξυπνητήρι διαισθάνθηκες πως αυτή η μέρα δε θα είναι σαν τις υπόλοιπες. Ποτέ δε σε ξεγέλασαν οι διαισθήσεις σου! Όντως, αυτή η μέρα θα κυλούσε σαν να μην είχες πιει στάλα καφέ.

Και είναι ώρα να κάνεις το καθιερωμένο ντουζάκι σου, να πλύνεις πρόσωπο και δόντια, να ντυθείς, να φας το συνηθισμένο πρωινό σου και να φύγεις για τη δουλειά. Και μισό δευτερόλεπτο πριν σκέφτηκες να μην κάνεις τίποτα απ’ όλα αυτά και να μείνεις σπίτι να χουζουρεύεις όλη μέρα στα δροσερά σου σκεπάσματα, αλλά δε βαριέσαι; Θα απολυθείς και θα ψάχνεις για καινούρια δουλειά. Και κάπως έτσι, μ’ αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα σηκώνεσαι με βαριά καρδιά απ’ το κρεβάτι για να κάνεις τα συνηθισμένα. Ήταν απλό τελικά, αλλά χρειαζόταν σκέψη και πυγμή να αποχωριστείς ένα τόσο όμορφο κρεβάτι.

Τόση φασαρία εκεί έξω, πόσο σε ενοχλεί σήμερα. Σε πιάνουν τα νεύρα σου, αλλά ορκίζεσαι να μην κάνεις φονικό. Η αλήθεια είναι πως άλλες φορές τη διαδρομή την απολάμβανες, αλλά τι παράξενη ημέρα και τούτη. Ήρθαν τα πάνω-κάτω μόλις συνειδητοποίησες ότι δεν έχεις όρεξη καν να χαμογελάσεις, ν’ αγκαλιάσεις και το πιο απλό πράγμα, να πεις μία καλημέρα στο γείτονα, στο συνάδελφο, στον άγνωστο περαστικό. Και κάπως έτσι απλώς εύχεσαι να περάσουν, όσο πιο γρήγορα γίνεται, αυτές οι καταραμένες οκτώ ώρες και να γυρίσεις πάλι ξανά πίσω στην αγκαλιά του αγαπημένου σου κρεβατιού.

Παράξενες ημέρες, αλλόκοτες, διεστραμμένες. Ξέρεις ότι η μόνη φίλη που χρειάζεσαι για την ώρα είναι η ησυχία. Κανένα παραμιλητό, κανένας ψίθυρος. Ένα δωμάτιο με σβησμένη τηλεόραση και φως, χωρίς μουσική και φασαρία απέξω. Αναρωτιέσαι πώς ένας χαρούμενος και κοινωνικός άνθρωπος σαν εσένα καταλήγει να μη θέλει ν’ ακούει και να μη βλέπει τίποτα που να μοιάζει σε άνθρωπο. Μέρα είναι, θα περάσει!

Θέλεις να πάρεις αγκαλιά το σκύλο σου και να κοιμηθείτε, να μη σκέφτεσαι τίποτα και κανένα. Εύχεσαι να φύγει από πάνω σου κάθε ίχνος φόβου, άγχους και νεύρων. Το μόνο που θέλεις είναι η ησυχία σου! Ακόμη, σου περνάει απ’ το μυαλό η ιδέα να πάρεις το ζωντανό σου και μία βαλίτσα και να εξαφανιστείς από προσώπου Γης. Να την κάνεις και να πάρεις τα βουνά, όπως λέει ένα γνωστό άσμα. Να σε ψάχνουν και να μη σε βρίσκουν ποτέ. Να έχεις το κινητό κλειστό, να μην έχεις ίντερνετ. Να έχεις μόνο το κεφάλι σου ήσυχο και το ταλαίπωρο σώμα σου ξεκούραστο.

Πόσο θα ήθελες ν’ αφήσεις τα πάντα και να φύγεις. Εκείνους που σε πλήγωσαν, εκείνους που θα το κάνουν, όποτε έχουν την επιλογή. Σκέφτεσαι, όχι μόνο ν’ αλλάξεις χώρα, αλλά ακόμη και ν’ αλλάξεις πλανήτη, χωρίς να αστειεύεσαι! Γυρνάς όμως απ’ την άλλη πλευρά, αφού έχεις ακόμη ένα μισάωρο πριν ξεκινήσεις να ετοιμάζεσαι για δουλειά, και κοιμάσαι. Κοιμάσαι, κοιμάσαι, κοιμάσαι μέχρι να χτυπήσει το ρημάδι, να διαισθανθείς την ημέρα που είδες όνειρο και να κάνεις πράξη όχι το όνειρο, αλλά τα ονείρατά σου.

Κάπως έτσι, σου γυρνάει το μυαλό, κλείνεις το τηλέφωνο, φτιάχνεις μία τεράστια βαλίτσα, παίρνεις το σκύλο σου, κλειδώνεις την πόρτα, βάζεις μπροστά το αμάξι και φεύγεις για το άγνωστο, χωρίς τύψεις και προειδοποιήσεις. Ούτως ή άλλως, πάντα αυθόρμητο άτομο ήσουν. Θα καταλάβουν!

Συντάκτης: Ευαγγελία Μικέ
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου