Με την πάροδο του χρόνου αντιλαμβάνεσαι πως ο κόσμος που ονειρεύτηκες δεν υπάρχει, παρά μόνο εντός σου. Ο κόσμος που θα ήθελες να ζήσεις, ο επιθυμητός για εσένα δημιουργημένος κόσμος δεν είναι παρά ένα καλοχτενισμένο σενάριο φαντασίας.

Τον συναντάς μονάχα στα βιβλία, σε εκείνα που κάποιοι όμορφοι πνευματικά συγγραφείς και καλλιτέχνες έχουν επιμεληθεί, ώστε να ταξιδέψει το «είναι» σου, ο νους σου σε ένα διαφορετικά όμορφο περιβάλλον χωρίς μίσος, κακία κι έχθρα. Αλλά και στα τραγούδια –εκείνα μιας άλλης εποχής που γράφτηκαν με μεράκι κι αγάπη–, που νοητά σε ταξιδεύουν και σου δημιουργούν αίσθημα συγκίνησης κι ευαισθησίας.

Και σε αυτό το σημείο ο υπέροχος Νίκος Καζαντζάκης καταφθάνει με μαγικό τρόπο στο νου σου και φωνάζει στις «αδερφοφάδες» του: «Ε, κακομοίρη άνθρωπε. Μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία. Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις. Το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά».

Η ζωή είναι ένα πολύτιμο δώρο δοσμένο απ’ τον Μεγάλο. Κι εμείς αντί να την αδράξουμε, σκοντάφτουμε στις αδυναμίες και στα πάθη μας. Σκοντάφτουμε σε πράγματα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παρά μόνο στον νου μας και στη φαντασία μας.

Παιδευόμαστε άδικα και κάνουμε τη ζωή να μοιάζει ασήμαντη. Τις στιγμές που πρέπει να γυρίσουμε την πλάτη ή να κλείσουμε μια πόρτα που είναι αναγκαίο να κλείσει, εμείς την αφήνουμε μισάνοιχτη, λες και περιμένουμε κάτι. Κάτι που δε θα έρθει ποτέ.

Εμείς, αντί να κολυμπήσουμε στα βαθιά, προσδοκούμε πάντα τη ρηχότητα και την ευκολία. Κι έτσι, καθόμαστε και πλατσουρίζουμε στα ανάβαθα, μέχρι εκεί που πάντα μας παίρνει. Κάνουμε πράγματα μηχανικά, από συνήθεια. Πράγματα τα οποία δε μας ευχαριστούν, δε μας αξίζουν, δε μας ταιριάζουν. Δεν πάμε παραπέρα, δεν ξεφεύγουμε, αδυνατούμε να κυνηγήσουμε το άγνωστο, εκείνο που φαντάζει άπιαστο. Και κάπου εκεί συνήθως βολευόμαστε και την πατάμε.

Δεν είσαι δέντρο να παραμένεις στην ίδια θέση, είσαι άνθρωπος! Κούνα, βγάλε φτερά και πέτα, όπως τα ελεύθερα νέα πουλιά που διψούν για τον ουρανό. Διψούν για να εξερευνήσουν νέες πατρίδες. Ταξίδεψε σε άλλες θάλασσες, μην κάνεις βόλτες μονάχα γύρω απ’ το λιμάνι που μπαρκάρεις. Φύγε άμα λάχει και μη δώσεις λογαριασμό σε κανέναν. Κι αν πέσεις, σήκω! Κι αν σηκωθείς, πέσε για να μάθεις πώς είναι ο πόνος και πώς μυρίζει το φρέσκο αίμα. Σήκω και ξαναπέσε. Ξαναπέσε και σήκω. Αυτό είναι ζωή, αυτό και το νόημά της.

Αν δε ζήσεις, θα γεράσεις πρόωρα, μέσα σου. Οδήγα προς τα εκεί που ο Θεός μέσα σου φωνάζει να πας. Στρέψε το βλέμμα σου σε μια πορεία που θα σε κάνει να καταλάβεις τον λόγο που ζεις. Κι αυτό το μέρος φυσικά δεν είναι αυτό που είσαι ή ήσουν, είναι ένα διαφορετικό μέρος που δε γνωρίζεις γιατί δεν τόλμησες.

Θέλει τόλμη και γερό στομάχι η ζωή εκεί έξω, μα όσο δύσκολη κι αν είναι, νίκα. Βγες νικητής του εαυτού σου και κάνε τον περήφανο. Ανέβα στο βουνό και νιώσε τυχερός, κολύμπα στη θάλασσα και νιώσε την αλμύρα της, τη δύναμή της. Είναι μαγικά όσα έχεις. Οι άνθρωποί σου, η δυνατή φύση σου.

Συντάκτης: Ευαγγελία Μικέ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη