Στις μέρες μας η πίεση και το άγχος είναι τρόπος ζωής. Καταστρέφεται έτσι η εσωτερική σου γαλήνη και η ψυχολογία. Φασαρία, καυσαέριο, ξύλο και βρισιές στους δρόμους, είναι η «όμορφη» καθημερινότητα της πόλης που ζεις. Αλλά τι να κάνεις; Και οι μέρες περνάνε ξανά και ξανά κι εσύ έχεις γίνει ένας παθητικός άνθρωπος σαν όλους τους υπόλοιπους. Η ζωή σου πλέον είναι τόσο άσχημη κι εσύ τόσο νέος για να την αντέξεις. Κι έτσι, ένα τρελό πρωί, τρελαίνεσαι κι εσύ ο ίδιος και σηκώνεσαι από το κρεβάτι έτοιμος να ζήσεις. Υπόσχεσαι στον εαυτό σου ότι θα κάνεις τη ζωή σου πραγματικά όμορφη και ότι θα της χαρίσεις τα πιο όμορφα δώρα που της αξίζουν.

Κλειδώνεις το σπίτι, το χαιρετάς και τρέχεις να πάρεις το πρώτο λεωφορείο που θα βρεις μπροστά σου με προορισμό ένα άγνωστο σημείο της πόλης σου.  Είναι τόσο μεγάλη κι εσύ δεν έχεις εξερευνήσει σχεδόν τίποτα. Έτσι, αποφασίζεις κακήν κακώς να γίνεις ένας τουρίστας στην ίδια σου την πόλη και να δεις τις ομορφιές της όπως ποτέ άλλοτε. Είναι τόσο πανέμορφη που δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις. Χρώματα και μουσικές παντού, γεύσεις και γέλια σε στενά παραδοσιακά δρομάκια, μουσεία με έργα τέχνης και πολιτισμική κληρονομιά, μαγαζιά με ρούχα άλλης κλάσης, κι εσύ δεν αντιλαμβάνεσαι κανέναν άλλο θόρυβο πια, εκτός απ’ αυτόν του παλμού σου.

Μπαίνεις μέσα στο μουσείο και χάνεσαι. Ο νους σου ταξιδεύει σε άλλες εποχές, παλαιότερες. Μαθαίνεις καινούρια πράγματα και αποκτάς γνώσεις και πραγματική ταυτότητα. Παίρνεις το ποδήλατο ενός γνωστού και κόβεις βόλτες στα στενά, στην αγορά με τα μπαχάρια και τα ντόπια κρέατα και η όσφρησή σου χτυπάει καμπανάκι. Παρακάτω μυρίζεις διάφορα αρωματικά όπως κανέλα και τριαντάφυλλο. Δοκιμάζεις παγωτό καϊμάκι στο καλύτερο μαγαζί της πόλης κι εκεί ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά.

Μπαίνεις στο μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο κι αγοράζεις βιβλία γεμάτα ποίηση, έρωτα και αλήθεια. Τα βιβλία η πλέον αγαπημένη σου συντροφιά και παρέα στο δρόμο. Ερωτεύεσαι ξανά και ξανά. Πηγαίνεις στο θέατρο και γελάς με την ψυχή σου, δακρύζεις και ξαναγελάς. Αρχίζεις να αγαπάς και να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος και κάνεις τέτοια δώρα στον εαυτό σου. Τι ευλογία κι αυτή σκέφτεσαι συνεχώς! Ο χρόνος κυλάει σαν νερό κι εσύ ούτε που το αντιλαμβάνεσαι μέχρι να κοιτάξεις ξανά το ρολόι σου.

Τρέχεις να προλάβεις θέση στο Ινδικό και ταξιδεύεις με το καυτερό στην Ινδία επιστρέφοντας ξανά σε καινούριες περιπέτειες και τρέλες. Υπόσχεσαι στον εαυτό σου ότι μια μέρα θα την επισκεφτείς και θυμάσαι ξανά πόσο πολύ σου αρέσουν τα ταξίδια. Οδηγώντας πάλι το ποδήλατο, αποφασίζεις να αργήσεις να γυρίσεις πίσω στο σπίτι και πας να χαζέψεις με τις ώρες τα μαγευτικά και αθάνατα αξιοθέατα της πλέον μοναδικής κι ερωτεύσιμης πόλης σου. Βγάζεις από τη σακούλα και το βιβλίο σου και η ψυχή σου πια περιπλανιέται ελεύθερη. «Δε φοβάσαι τίποτα ούτε ελπίζεις τίποτα».

Πριν σε πάρει ο Μορφέας σου σερβίρεις Leonard Cohen. Η μελωδία του σου εξασφαλίζει μερικά λεπτά από την αιωνιότητά του. Κάποια στιγμή, αρχίζει να ακούγεται από τη γλυκιά φωνή του “Forget your perfect offering,there’s a crack in everything,thats how the light gets in”. Όλο το νόημα της ζωής ηχεί στο διαμέρισμα και πλημμυρίζει η γειτονιά φως. Απορείς από τη σημερινή σου ημέρα, πόσο καιρό είχε η ψυχούλα σου να δραπετεύσει και να μυρίσει φασκόμηλο; Να φύγει από τη μαυρίλα και να ανακαλύψει όλα τα χρώματα που κάνουν την ζωή πιο τρελή και λαμπερή;

Ορκίζεσαι κάθε φορά με την πρώτη ευκαιρία να γίνεσαι ένας μικρός περιπλανόμενος τουρίστας της πόλης σου και να ανακαλύπτεις όλες τις ευωδιές και τις μελωδίες που κρύβει βαθιά. Η ζωή, άλλωστε, λάμπει μόνο όταν εσύ το αποφασίσεις και το θελήσεις αληθινά. Πιάσε το νόημά της, άνοιξε την πόρτα και κυνήγα την. Αν ποτέ χρειαστεί, πιάσ’ την από τα μαλλιά και καν’ τη δική σου, ας είναι και με το ζόρι!

Σε παίρνει ο Μορφέας κι εσύ ευτυχισμένος ονειρεύεσαι κάτι μακρινούς τόπους, κάποια Ινδία, κάποια πόλη μαγική.

Συντάκτης: Ευαγγελία Μικέ
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή