Η Αθήνα είναι μια πόλη ετερόκλητη. Συνδυάζει στοιχεία εκ διαμέτρου αντίθετα, τα οποία είτε θα σε κάνουν να την λατρέψεις είτε να την αντιπαθήσεις, τουλάχιστον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν απ’ τη μια πλευρά οι άχαρες κι απεριποίητες γωνιές της πόλης, που αντικρούονται με το εκτυφλωτικό φως που την διαπερνά και την αναδεικνύει απ’ την άλλη.

Η περίοδος που κάνει αυτές τις αντιθέσεις να φαίνονται πιο έντονα είναι το καλοκαίρι. Εκεί, γύρω στον Αύγουστο, που λίγο-πολύ όλοι λείπουν απ’ το κλεινόν άστυ προς αναζήτηση ηρεμίας και δροσιάς προκειμένου να επαναφορτίσουν τις μπαταρίες τους και να προετοιμαστούν (ψυχολογικά κυρίως) για τη νέα σεζόν που έρχεται.

Συνήθως, ανήκω κι εγώ σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων και προσπαθώ πολύ πριν τον Αύγουστο να έχω απομακρυνθεί απ’ την πόλη, πολύ πριν φτάσουν σε αυτήν οι πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Υπάρχουν, ωστόσο, κι εκείνες οι φορές που μια συνεννόηση γίνεται λάθος και μένεις πίσω. Μένεις πίσω ενώ όλοι οι υπόλοιποι, ή σχεδόν όλοι, κάνουν τις διακοπές τους, αν όχι σε κάποιο νησί, σε μια πολύ κοντινή παραλία. Κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να απελπιστείς πλήρως που έχεις ξεμείνει εδώ ή θα πρέπει να απολαύσεις την πόλη σου όσο είναι καιρός, γιατί οι διακοπές κάποτε θα τελειώσουν κι η πόλη πάλι θα ξεχειλίζει από ζωή, πολύ πιο σύντομα από όσο αρέσκεσαι να πιστεύεις.

Αν ανήκεις στην πρώτη κατηγορία ανθρώπων, θα βιαστείς να απελπιστείς. Ίσως να έχεις και δίκιο. Οι δρόμοι είναι άδειοι, πιο άδειοι κι από ξημερώματα καταχείμωνου και πραγματικά είναι δύσκολο να έχεις διάθεση έτσι να κάνεις το οτιδήποτε. Τα μαγαζιά στην πλειονότητά τους είναι κλειστά ή υπολειτουργούν, οι μουσικές σκηνές περιοδεύουν κι αυτές. Το κέντρο της πόλης, με τις θερμοκρασίες που αγγίζει ο υδράργυρος αυτήν την εποχή του χρόνου, μοιάζει περισσότερο με καζάνι που βράζει παρά με πόλη, οπότε κι οι περιηγήσεις δια της περιπατητικής οδού πάνε κι αυτές περίπατο. Μη βιαστείς να συμφωνήσεις μαζί μου όμως και να αναθεματίσεις την ώρα και τη στιγμή που ξέμεινες εδώ.

Σίγουρα, να ξέρεις, δεν είσαι ο μόνος ή η μόνη που έτυχε αυτή η ανείπωτη συμφορά και πριν πεις ότι σε ειρωνεύομαι σε προλαβαίνω και σου λέω ότι τα πράγματα που μπορείς να κάνεις είναι τόσα πολλά που δε θα το πιστεύεις. Κι αυτό γιατί η πόλη μπορεί να ρίχνει ταχύτητα, σε καμία περίπτωση όμως δεν κοιμάται. Αντίθετα, προσφέρει τόσο ηθελημένα όσο κι άθελά της ευκαιρίες ψυχαγωγίας και διασκέδασης σε όλους όσους της κρατούν συντροφιά αυτήν την, κατά τα άλλα, αδρανή περίοδο του χρόνου.

Πρώτο και κύριο: περπάτα. Μέσα στη ζέστη; Ναι. Βάλε κάτι ελαφρύ, αντηλιακό, ένα καπέλο και την πιο καλή σου διάθεση και ξεκίνα να γνωρίσεις την πόλη σου. Μια πόλη δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να την μάθεις εκ των έσω αν δεν είσαι διατεθειμένος να την περπατήσεις σπιθαμή προς σπιθαμή και να περιπλανηθείς σε αυτή, χωρίς να έχεις κάποιο συγκεκριμένο προορισμό ή κατεύθυνση. Περπάτα, λοιπόν. Όπως θα έκανες αν ταξίδευες σε κάποια πόλη του εξωτερικού. Με λίγα λόγια, γίνε τουρίστας στην πόλη σου. Πέρνα μέσα απ’ τα λιθόστρωτα σοκάκια, εκεί στην Πλάκα και στα Αναφιώτικα, υπάρχουν μικρά γραφικά καφέ και μαγαζάκια, ξέχωρα απ’ την υπόλοιπη αγορά, που θα ανακαλύψεις σε μοναχικές διαδρομές, παρατηρώντας τον περιβάλλοντα χώρο.

Ταυτόχρονα, τράβα φωτογραφίες. Όχι με το κινητό ή το τάμπλετ σου. Πάρε μια κάμερα κι απαθανάτιζε τα ευρήματά σου. Τράβα τις εκφράσεις των ανθρώπων, τα στενά δρομάκια, τις βουκαμβίλιες που κρέμονται πάνω απ’ την καγκελωτή πόρτα κάποιας γραφικής μονοκατοικίας. Κάνε μια ξενάγηση στον εαυτό σου κι ακολούθα κάθε διαφορετικό δρόμο. Ανέβα τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, θαύμασε τη θέα της πόλης μέχρι τον Πειραιά, πάνω στα βραχάκια της Ακρόπολης ή στο λόφο του Φιλοπάππου.

Πήγαινε στις πράσινες γωνιές της πόλης. Διάλεξε ένα καλό βιβλίο και πήγαινε να το διαβάσεις στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στον Εθνικό Κήπο, ακόμα και στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής. Το βράδυ μπορείς να πας σε κάποια συναυλία, ή ακόμα και σε μία ταράτσα ­–δυνατό ατού της χώρας μας οι 360 μέρες ήλιος, καθώς μπορείς να απολαύσεις τα μαγαζιά σε ταράτσες όλο το χρόνο – να πιεις το ποτό σου.

Και μην ξεχνάς το μεγάλο θετικό του καλοκαιριού, θερινό σινεμά. Υπάρχουν παντού. Μέσα στο πράσινο και στο δροσερό αεράκι της καλοκαιρινής νύχτας είναι ό,τι πιο υπέροχο να βλέπεις μια ταινία. Κάτω απ’ τα αστέρια του αθηναϊκού ουρανού μπορείς να απολαύσεις μια προβολή καινούρια ή παλαιότερη σε τόσες ωραίες γωνιές. Είτε στην Κυδαθηναίων στην Πλάκα, κάτω απ’ το φωταγωγημένο Ναό του Παρθενώνα, είτε ανάμεσα στα δέντρα στην Κηφισιά, είτε καθισμένος στο χορτάρι στο Ι.Π. Σταύρος Νιάρχος, η εμπειρία είναι μοναδική κι ασύγκριτη με την τυπική κλειστή αίθουσα ενός σινεμά.

Ψάξε δραστηριότητες και στο τέλος πραγματικά θα εκτιμήσεις την πόλη κι όλα όσα σου κρύβει τις μέρες που προσπαθείς να προλάβεις ωράρια και προθεσμίες. Είναι γοητευτική και μπορεί η ερημιά του Αυγούστου να είναι ώρες και στιγμές απόκοσμη και να την κάνει να μοιάζει αφιλόξενη, ίσως κι εχθρική, χρειάζεται όμως όπως και καθετί τον κατάλληλο τρόπο και συνδυασμό για να βρεις τα κουμπιά και να ξεκλειδώσεις τις ομορφιές της.

Ως γνήσιο παιδί αυτής της πόλης σου λέω ότι οι πιο όμορφες ώρες της είναι εκείνες που είναι ήρεμη και δεσπόζει ανενόχλητη, μακριά απ’ τις φωνές και τους τραμπουκισμούς που κρύβει η καθημερινότητα. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγος χρόνος για να μας ανοιχτεί και ποια περίοδος είναι καταλληλότερη απ’ την αυγουστιάτικη έξοδο των κατοίκων της;

Συντάκτης: Ιωάννα Μαρίνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη