Είμαστε περίεργοι και καμιά φορά ηλίθιοι εμείς οι άνθρωποι. Υπομένουμε μαλακισμένες συμπεριφορές και τελειωμένες εξ’ αρχής καταστάσεις. Ανεχόμαστε λόγια ανείπωτα κι επιθυμίες ανικανοποίητες. Συμβιβαζόμαστε μ’ ένα 5, ενώ οι ψυχές μας είναι γι’ ατόφια 10άρια. Κι όλα αυτά γιατί έχουμε την τάση να ντύνουμε τους λίγους ανθρώπους με τη στολή του ιδανικού και τη μάσκα του πολύ. Τους φτιάχνουμε στο κεφάλι μας όπως γουστάρουμε και στριμώχνουμε την αλήθεια κάτω απ’ το χαλί, μην τυχόν και τη δούμε, μη μας το χαλάσει.

Με την ίδια φορεσιά σ’ έντυσα κι εγώ. Καμιά συμπεριφορά σου δεν έβλεπα αλλόκοτη, κανένα σου ελάττωμα δε μου φάνηκε αρκετό. Στα δικαιολογούσα και στα συγχωρούσα όλα. «Έλα μωρέ, θα ‘χει τους λόγους του», έλεγα, «καταλαβαίνω». Κι ας μην καταλάβαινα τίποτα. Κι ας μην ήξερα τι μου γίνονταν. Έκλεινα βλέπεις αυτιά και μάτια σε καθετί που θα τολμούσε να τσαλακώσει την εικόνα μου για σένα. Σε προστάτευα και σε φρόντιζα από κάθε αλήθεια που θα μου έδειχνε πόσο άδειος είσαι.

Σε τοποθέτησα σ’ ένα βάθρο και τους άφησα όλους να σε κοιτάνε από χαμηλά. Μαζί τους κι εγώ. Να μη σε φτάνουν, ούτε αυτοί ούτε εγώ. Κι εσύ πιστεύεις πως τάχα μου κάποιος είσαι, ξεχνώντας πως  εγώ σ’ έκανα έτσι. Ξεχνώντας πως ιδανικός είσαι μόνο μέσα στο κεφάλι μου και στην πραγματικότητα είσαι απλά ένας γελοίος.

Εμένα δε με φοβάσαι, το ξέρω. Δεν υπάρχει λόγος, άλλωστε. Να φοβάσαι, όμως, τη μέρα που θα σ’ απομυθοποιήσω. Τη μέρα που στα μάτια μου θα πέσεις και θα σε δω όπως είσαι πραγματικά. Όταν σε βγάλω απ’ τη στολή που σου ‘χω φορέσει και μείνεις μπροστά μου γυμνός, τότε να φοβηθείς. Την ώρα και τη στιγμή που θα ‘χω τόσα να σου δώσω και θα μπορώ, αλλά δε θα θέλω. Όταν δε θα ‘χω καμιά θέση μέσα μου για σένα, όταν δε θα χωράς πουθενά.

Γιατί τότε θα μου ‘χεις τελειώσει, θα σε δω με τα μάτια που σε βλέπουν οι άλλοι και θα γίνεις για μένα ό,τι γι’ αυτούς. Δε θα σε ξεχωρίζω στο πλήθος, δε θα ξέρω τις συνήθειές σου, ούτε πώς πίνεις τον καφέ σου. Θα σταματήσω να περιμένω και να επιμένω. Δε θα ‘χω πια χρόνο ούτε για μια τόση δα στιγμή μαζί σου, ούτε για να δημιουργήσω μια τόση δα ανάμνηση, γιατί τότε θα ξέρω πως δεν αξίζεις κάποια θέση στη μνήμη μου και τη ζωή μου. Θα μπορώ να σε δω εγωιστή, αδύναμο και δειλό, όπως πραγματικά είσαι.

Τη μέρα εκείνη, που λες, θα ‘σαι αδιάφορος για μένα όπως τόσοι άλλοι κι αυτό θα σε πειράζει, επειδή τόσο καιρό είχες συνηθίσει να πατάς πάνω μου για ν’ ανέβεις και τώρα θα χάσεις το σκαλί σου.

Θα σου πω και κάτι άλλο που κατάλαβα. Τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους, του σωστούς, τους καλούς δε χρειάζεται να τους κάνεις να φαίνονται ιδανικοί για σένα, ντύνοντάς τους όπως θέλεις. Δεν υπάρχει η ανάγκη αυτή, γιατί είναι από μόνοι τους. Μόνο τους μικρούς, τα λεγόμενα «ανθρωπάκια» μπορείς να βαφτίσεις και να φτιάξεις όπως θέλεις. Μόνο αυτοί σου επιτρέπουν να το κάνεις.

Λένε πως η απομυθοποίηση είναι η καλύτερη εκδίκηση. Θα ‘θελα να συμπληρώσω, πως είναι επίσης κι η μεγαλύτερη λύτρωση. Γιατί ξεσκαρτάρουμε κάθε τοξικό «ερωτάκο» απ’ τη ζωή μας κι αφήνουμε χώρο για τους έρωτες που πρόκειται να ‘ρθουν.

Όσο για σένα, γέλα τώρα, όσο μπορείς. Πούλα μούρη και παιξ’ το ιστορία. Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος!

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ηλιοπούλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Ελευθερία Ηλιοπούλου