Το μελαγχολικό κλίμα που δημιουργεί γενικά η κακοκαιρία και κυρίως η βροχή σε οδηγεί στο μονόδρομο του χουχουλιάσματος στο σπίτι με πολύ φαΐ, άραγμα και ταινία. Όταν, όμως, διαπιστώνεις έντρομος πως τα ντουλάπια της κουζίνας και τα ράφια του ψυγείου είναι άδεια, έρχεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.

Πρέπει να βγεις, παρά τον κακό καιρό, ώστε να αγοράσεις κάτι να φας. Ανοίγεις τις κουρτίνες απ’ το παράθυρο για να δεις τι γίνεται έξω και μόνο η κιβωτός του Νώε δεν εμφανίστηκε ακόμη. Βγάζεις παπούτσια και κάθεσαι στον καναπέ. «Δε βαριέσαι, θα παραγγείλω» σκέφτεσαι κι αρχίζεις να ψάχνεις τι λαχταράει περισσότερο εκείνη την ώρα το στομάχι σου.

Σίγουρα το να πάρεις ένα τηλέφωνο, ή ακόμα καλύτερα να στείλεις μια παραγγελία απ’ τον υπολογιστή ή το κινητό σου, είναι πολύ πιο γρήγορος και βολικός τρόπος να βρεθεί φαγητό στο σπίτι σου απ’ το να κάθεσαι να ετοιμάζεσαι και να παίρνεις τους δρόμους. Ποιος, άλλωστε, αφήνει πλέον την άνεση και τη ζεστασιά του σπιτιού του για να βγει να αγοράσει κάτι, αφού ακριβώς αυτό που λαχταράει μπορεί να έρθει μαγικά σε αυτόν πατώντας μονάχα ένα κουμπί; Εξάλλου, επιλογές υπάρχουν κι «όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ». Συν ότι έτσι, ειδικά ηλεκτρονικά, μειώνονται κι οι πιθανότητες να έρθει λάθος η παραγγελία σου, αφού τα υλικά τα έχεις πληκτρολογεί εσύ ο ίδιος και παίζουν και καλύτερες προσφορές. Συμφέρει, όχι αστεία.

Όλα καλά και βολικά, μόνο που για να έρθει το φαγητό στην πόρτα σου, αφού εσύ βαριέσαι να κάνεις τον κόπο να το αγοράσεις ο ίδιος απ’ το κατάστημα, κάποιος πρέπει να στο φέρει. Οι ντελιβεράδες, λοιπόν, είναι συνήθως νέοι ηλικιακά άνθρωποι, που με αυτή τη δουλειά προσπαθούν να κερδίσουν ένα μισθό ­(μάλλον συμπληρωματικό) για την επιβίωσή τους.

Ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών η καθημερινότητά τους τους βρίσκει με τα μηχανάκια τους να γυρνούν τους δρόμους της πόλης, μεταφέροντας (όσο πιο γρήγορα είναι δυνατό) το φαγητό των πελατών. Αιώνια απορία μου, πέρα απ’ τις υπόλοιπες αντικειμενικές δυσκολίες, είναι πώς καταφέρνουν αυτοί οι άνθρωποι να προσανατολίζονται τόσο καλά και να μη χάνονται σε τόσες περιοχές.

Μεγαλύτερη απορία, βέβαια, πώς καταφέρνουν να αντεπεξέρχονται στις διάφορες καιρικές αλλαγές. Ένας ντελιβεράς θα πρέπει να προσαρμόζεται καθημερινά ανάλογα με τη διάθεση του καιρού ώστε να βγει όσο πιο ανώδυνα η βάρδια του. Έτσι, το χειμώνα τους συναντάει κάνεις τόσο βαριά ντυμένους που νομίζεις ότι γύρισαν  απ’ τον πόλεμο στα βουνά ενώ το καλοκαίρι προσπαθούν να φοράνε όσα λιγότερα ρούχα μπορούν, αφού η ζέστη είναι αποπνικτική.

Το χειρότερο σενάριο μακράν εννοείται πως είναι η βροχή. Όσα αδιάβροχα και να φορέσουν φυσικά και γίνονται μούσκεμα, είναι σχεδόν δεδομένο πως θα αρρωστήσουν, οι δρόμοι γλιστράνε κι είναι αρκετά επίφοβοι για ατυχήματα, η κίνηση στους δρόμους χειροτερεύει και γενικά επικρατεί μια ωραία ατμόσφαιρα που καλούνται να αντιμετωπίσουν.

Όταν επιτέλους φτάνουν στην πόρτα σου, φροντίζουν (οι περισσότεροι τουλάχιστον από αυτούς) να σου χαμογελάσουν. Ανεξαρτήτως συνθηκών εργασίας και παρά την κούρασή τους, χτυπάνε το κουδούνι σου όσο πιο άμεσα μπορούν κι ευγενικά σου εύχονται «καλή όρεξη». Μάλλον, βέβαια, κρύβονται πολλές άλλες σκέψεις πίσω απ’ αυτές τις δύο λέξεις και το ήρεμο μειδίαμά τους.

Αλλά εσύ δεν ενδιαφέρεσαι κιόλας. Πληρώνεις το ποσό που γράφει η απόδειξη, χωρίς καν να σκεφτείς να δώσεις κάτι παραπάνω. «Δουλειά του είναι» λες και παρηγορείς τη συνείδησή σου. Δουλειά του, ναι, για να εξυπηρετήσει τη δική σου βαρεμάρα, για να μη σε ξεβολέψει απ’ τον καναπέ, για να μη βγεις μες στη βροχή και κρυώσεις. Δε χρειάζεται προφανώς να δώσεις κάνα μεγάλο ποσό, αρκεί κάτι συμβολικό, κυρίως ως ένδειξη εκτίμησης. Δε βλάπτει κι ένα «ευχαριστώ» και δυο τυπικές κουβέντες για να δείξεις την κατανόησή σου προς τον άλλον γενικά, πόσο μάλλον όταν τον κουβάλησες μες στην κακοκαιρία.

Πολλοί είναι αυτοί που συσχετίζουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά με την ηθική. Θα σου πουν πως δεν είναι και πολύ έντιμο να παραγγέλνεις βολικά απ’ τον καναπέ σου ενώ απ’ έξω χαλάει ο κόσμος, την ώρα μιας καταιγίδας για παράδειγμα. Ενώ μάλιστα θα μπορούσες κάλλιστα να φτιάξεις ένα γρήγορο σνακ στην κουζίνα σου, έστω μέχρι να κοπάσει η βροχή. Δε χρειάζεται να είσαι σεφ ούτε υπερευαίσθητος για να καταλάβεις πως η αδυναμία σου να σηκωθείς απ’ την καρέκλα εκθέτει κάποιους άλλους σε κίνδυνο.

Δείξε λίγη κατανόηση και συμπόνια και πήγαινε φτιάξε μακαρόνια, που είναι κι εύκολα και νόστιμα! Όταν στρώσει ο καιρός το γυρνάμε πάλι στα πιτόγυρα.

 

Συντάκτης: Βασιλεία Ζάμπα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη