Κάτσε και μέτρα έναν-έναν τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή σου. Φίλους, έρωτες, συνάδελφους, ακόμη και συγγενείς. Κάτσε και μέτρα πόσα έδωσες στον καθένα και πόσα πήρες πίσω. Κάποιοι σου έδωσαν πιο λίγα απ’ όσα τους πρόσφερες, κάποιοι περισσότερα απ’ όσα άξιζες και κάποιοι άλλοι τίποτα.

Όλοι έχουμε κάνει έστω και μία φορά στη ζωή μας έναν τέτοιο απολογισμό. Με ποιους ξεκινήσαμε, με ποιους μοιραστήκαμε τα πρώτα χαμόγελα που υπάρχουν στη μνήμη μας, με ποιους βρεθήκαμε στην πορεία και ποιοι άντεξαν πλάι μας μέχρι το τώρα.

Είναι λογικό ν’ αλλάζουν οι άνθρωποι γύρω μας ως ένα σημείο γιατί αλλάζουμε κι εμείς. Αλλάζουμε χαρακτήρα, αλλάζουμε τα θέλω μας και την πορεία μας. Φίλοι απ’ το σχολείο με τους οποίους χαθήκαμε στα φοιτητικά χρόνια και φίλοι απ’ το πανεπιστήμιο που ξεχάσαμε όταν πήραμε πτυχίο. Συνάδελφοι με τους οποίους δεθήκαμε κι όταν αλλάξαμε δουλειά δε μας έψαξαν ποτέ ξανά. Συγγενείς που αποδείχθηκαν πιο ξένοι κι απ’ τους ξένους, ξαδέρφια με τα οποία περάσαμε τα πιο όμορφα παιδικά καλοκαίρια κι έχουμε να δούμε χρόνια. Έρωτες που αποδείχθηκαν πολύ μικροί για ν’ αντέξουν στο χρόνο κι άλλοι που άφησαν για πάντα ανοιχτές πληγές. Δεκάδες πρόσωπα με τα οποία κάποτε είχαμε μοιραστεί μαζί τους τα όνειρά και τις σκέψεις μας. Που κλάψαμε στον ώμο τους, γελάσαμε μέχρι σκασμού, που μοιραστήκαμε τα μυστικά μας και πια ανήκουν στο παρελθόν.

Πληγώνει όλο αυτό, έτσι δεν είναι; Ιδίως όταν σκεφτόμαστε αυτούς που εξαφανίστηκαν χωρίς να έχουμε φταίξει. Χωρίς να έχουμε μάθει ποτέ το λόγο. Όταν δώσαμε τόσα πολλά για να κοιτάμε στο τέλος το πράσινο σήμα στο facebook και να μην παίρνουμε ούτε ένα μήνυμα. Όλες αυτές οι σκέψεις μας προκαλούν μια μελαγχολία, ενίοτε περνάνε και σχεδόν αδιάφορα, ιδίως με το πέρασμα του χρόνου κι άλλες φορές τη θέση αυτών που έφυγαν αργά ή γρήγορα την παίρνουν κάποιοι άλλοι. Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος, λένε, όμως κάποιοι άνθρωποι έχουν ρόλους στο σενάριο της ζωής μας που κανείς άλλος δεν μπορεί να πάρει. Εξάλλου, κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και μας ξυπνά διαφορετικά αισθήματα.

Η απόσταση με κάποιους ίσως και να μας ανακουφίζει. Στην περίπτωση αυτών που έπρεπε να βγάλουμε απ’ τη ζωή μας γιατί ήταν σαν καρκίνωμα στο σώμα μας, που μας έτρωγε σιγά-σιγά. Με κάποιους βέβαια απομακρυνθήκαμε εντελώς φυσικά, χωρίς κανείς να το επιδιώξει, χωρίς καμία παρεξήγηση ή τσακωμό, αλλά λόγω των νέων δεδομένων που μας ήθελαν να παίρνουμε χωριστούς δρόμους. Όμως, όποιος θέλει πραγματικά, βρίσκει το χρόνο και τον τρόπο να κρατήσει επαφή, ακόμη κι αν βρίσκεται στην άλλη άκρη της γης.

Αυτούς τους ανθρώπους θέλουμε στη ζωή μας. Αυτούς που το θέλουν όσο το θέλουμε κι εμείς, που νιώθουμε να γουστάρουν όσο γουστάρουμε. Δε μαθαίνουμε πάντα το γιατί φεύγουν οι άνθρωποι και δεν μπορούμε πάντα να τους φέρουμε πίσω όσο κι αν προσπαθούμε. Χρειάζεται, όμως, στα αλήθεια να μαθαίνουμε πάντα το γιατί; Να χαλάμε τη διάθεσή μας και να εκνευριζόμαστε; Αξίζει να το ψάχνουμε και ν’ απαιτούμε συγγνώμες κι επιστροφές; Όποιος θέλει, μένει.

Κάθε άνθρωπος που συναντάμε, στην τελική, έχει κάτι να μας διδάξει. Αντί να ψάχνουμε τους λόγους που τον χάσαμε είναι χρησιμότερο ν’ αναλογιζόμαστε τι μάθαμε απ’ όσα πάθαμε, τι κερδίσαμε απ’ τη συναναστροφή μας μαζί του και να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις γνώσεις ως όπλα για να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας μ’ αυτούς που μοιραζόμαστε το παρόν μας και θέλουμε να έχουμε και στο μέλλον.

Όποιος δε θέλει να χαθεί, θα το στείλει το ρημάδι το μήνυμα. Παίρνει μόνο ένα λεπτό για να γράψουμε δυο λέξεις και να δείξουμε σε κάποιον ότι τον σκεφτόμαστε, ότι μας λείπει κι ότι τον θέλουμε πίσω στη ζωή μας.
Τελικά, αρκεί μόνο να το θέλουμε πραγματικά…

Συντάκτης: Πράξια Αρέστη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη