Οι ώρες οι βραδινές, αυτές είναι οι χειρότερες. Σ’ αυτές είναι που σε σκέφτομαι και σε αναζητώ περισσότερο. Γυρνώ κουρασμένη στο σπίτι, φοράω κάτι πιο άνετο, αφήνω τα φώτα σβηστά, γεμίζω το ποτήρι μου με κρασί και πιάνω τη γωνία δίπλα απ’ το φωτιστικό στο σαλόνι.

Πίνω την πρώτη γουλιά και σκέφτομαι όλες τις ιστορίες που άκουσα απ’ τους ανθρώπους που συνάντησα σήμερα. Λίγο-πολύ όλοι έχουν ένα συναισθηματικό κενό που θέλουν να γεμίσουν. Κι όλοι συμφωνούν! Ο ιδανικότερος τρόπος για να γεμίσει  είναι πάντα ένας άλλος άνθρωπος.

Τους δίνω συμβουλές πώς θα καταφέρουν να βρουν αυτό τον άνθρωπο, λες και ξέρω από πρώτο χέρι τον τρόπο. Ποια, εγώ! Που μήνες τώρα σε ψάχνω γιατί πλήττω, πλήττω αφόρητα. Και πλήττω γιατί δεν υπάρχεις στη ζωή μου.

Πλήττω που αναγκάζομαι να βγαίνω για ποτό με παρέες που δε με γεμίζουν, αλλά τώρα πια δε με γεμίζει και το σπίτι μου. Όσο πιο πολύ μένω σε αυτό, τόσο περισσότερο μου λείπεις. Τα πάω καλά με τη μοναξιά, αλλά με την παρέα ακόμη καλύτερα. Γι’ αυτό θέλω να ‘ρθεις. Να ‘ρθεις να με αναστατώσεις, να κάνεις τη ρουτίνα μου κομμάτια.

Να εμφανιστείς απ’ το πουθενά και να έχεις διάθεση να μείνεις για πάντα. Να μου πάρεις το μυαλό, για να καταφέρω κι εγώ με τη σειρά μου να πάρω το δικό μου απ’ τη δουλειά. Το άφησα εκεί, ακούγοντας πως με την εργασιοθεραπεία όλα περνάνε. Κι η αλήθεια είναι πως πέρασαν πολλά. Όλα εκτός απ’ το ότι πάντα σε αναζητούσα.

Έχω ανάγκη από εκείνη τη χαρά, την «παιδική». Εκείνη που κάνει τα δυο μάτια ενός παιδιού να λάμπουν μόλις βλέπει το αγαπημένο του δώρο, γιατί κι εγώ έτσι θα σε βλέπω. Σαν το καλύτερο δώρο που η ζωή θα μπορούσε να μου κάνει. Να μπεις στη ζωή μου κ να την αναστατώσεις ολόκληρη, να την αλλάξεις, να ζήσουμε μαζί μια καινούργια, καλύτερη.

Να θες να με δεις όσο κι εγώ και πάλι οι ώρες αυτές να μη μας φθάνουν. Και κάθε φορά που θ’ ακούμε τους άλλους να λένε τη φράση «το πολύ μαζί σκοτώνει» να γελάμε πονηρά κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια με απορία για το πώς αυτή η φράση δε βρήκε εφαρμογή πάνω μας.

Να κάνουμε ατέλειωτες συζητήσεις, να μου μαθαίνεις πράγματα, να σου μαθαίνω εγώ και να μαθαίνουμε κι οι δυο από τρίτους.  Να πας τη σκέψη μου βήματα μακριά και να με ακολουθείς εκεί που μ’ έστειλες.

Να με κοντράρεις έξυπνα κι αν δεις και θυμώνω, μη φοβηθείς να επιμείνεις. Να φανερώσεις κάθε μου ανασφάλεια ή κρυφή μου σκέψη και να διαλύσεις κάθε άμυνα που έφτιαξα για να προστατεύομαι. Λες και κατάφερα ποτέ να προστατευτώ απ’ τον έρωτα.

Να μη μου λες «Σ’ αγαπώ» αλλά «Μου λείπεις» γιατί πάντα πίστευα πως η δεύτερη φράση ειπώθηκε μετά από πολλά «σ’ αγαπώ» και περικλείει ακόμη περισσότερα μέσα της. Δε ζεις χωρίς εκείνον που σου λείπει. Αν δε σου δείχνει αυτό πόσο μεγάλα είναι τα αισθήματα, τότε τι θα στο δείξει;

Να ποθείς να βρίσκομαι στο κρεβάτι σου, αλλά πιο πολύ από αυτό να ποθείς να βρίσκομαι δίπλα σου. Να κάνεις έρωτα μαζί μου, να ξανακάνεις κι όταν σταματήσεις,  να συνεχίζεις να με κοιτάζεις και να προσέχεις κάθε σημάδι του κορμιού μου, κάθε έκφραση του προσώπου μου, κάθε κουβέντα που το στόμα μου ξεστόμισε. Και να δίνεις σημασία σε όλες. Ακόμη κι εκείνες που νομίζεις πως λέω για πλάκα. Ποιος κάνει πλάκα στον άνθρωπο που έχει δώσει την καρδιά του;

Να με βλέπεις τυλιγμένη με το σεντόνι να γράφω ένα άρθρο σαν κι αυτό, να είσαι ο πρώτος που το ακούει απ’ τα χείλη μου και να μη νιώθεις πως είναι πολλές οι «εντολές» αναστάτωσης που έλαβες. «Μόνο τόσα θέλεις;» να μου απαντάς κι εγώ να μην μπορώ να θυμάμαι ούτε μια μέρα από εκείνες πριν σε γνωρίσω. Εκείνες, που έπληττα αφόρητα.

Θέλω να με βρεις για να πάψω να λέω στον εαυτό μου πως δεν υπάρχεις. Υπάρχεις, έτσι δεν είναι;

Υπάρχεις και θα έρθεις να μου αναστατώσεις τη ζωή και δε θα πλήττω άλλο, ε;

 

Συντάκτης: Μαριάμ Πολυγένη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη