Θα μπορούσα να σε φυλακίσω. Μην και φύγεις απότομα και δε βρίσκω παρηγοριά στη μοναξιά μου. Δεν αντέχω την απλόχερη σιωπή του σπιτιού. Κι ενώ τα αφτιά μου θα μπορούσαν να εκτιμήσουν αυτή τους την ξεκούραση, η καρδιά δεν ξεκουράζεται καθόλου στη σιωπή του χώρου. Στη σιωπή μιας μοναξιάς που δε βαστιέται, αν δεν έχεις δυναμώσει χέρια για να την κρατήσεις. Αν δεν έχεις φροντίσει ο κορμός σου να περικλείει ό,τι τρέχει καταπάνω σου.

Μα έτσι κάνω. Επιτρέπω. Ανοίγω την καρδιά κι αφήνω τη φόρα όποιας ανθρώπινης φιγούρας να πέσει απάνω. Σε κάθε μοιραίο γδούπο ευχαριστιέμαι. Χαίρομαι που σταμάτησε ένας άνθρωπος κοντά μου. Θα τον υποδεχτώ τόσο απελπισμένα. Δε θα με νοιάξει αν η ορμή του με παραπάτησε πιο πέρα βγάζοντάς με απ’ το δρόμο. Με νοιάζει μόνο να μην αφήσω μόνη της την αγκαλιά μου. Με νοιάζει μόνο να δεχτώ το οτιδήποτε θελήσει να τρέξει καταπάνω μου.

Άπαξ και σε αγκαλιάσει η μοναξιά μου δε θα σ’ αφήσει. Θα με κάνει να ζω μέσα από εσένα. Να ζω απ’ το ενδιαφέρον σου. Μέσα απ’ τη δική σου τη λαχτάρα να γνωρίζω τη λαχτάρα της ζωής. Τη δική σου τη λαχτάρα κλέβω. Όσο σε κρατάω κοντά μου αντέχω τη ζωή μου. Επειδή σε κρατάω χάνεται ο φόβος κι ελευθερία νιώθω.

Μα με τι τίμημα; Τι σόι ελευθερία είναι αυτή, όταν τρέμω μη σε χάσω; Δειλιάζω να σου φωνάξω. Διστάζω να παρέμβω στην αδιαφορία σου, την ειρωνεία σου, τον εγωισμό σου. Ξεκλέβω μια δήθεν ελευθερία κοντά σου χάνοντας πάντα τον εαυτό μου. Ανέχομαι τόσα και τόσα και πόσα ακόμα και πού ’σαι ακόμα. Είσαι πάνω στην ψυχή μου. Και στ’ αλήθεια, τη ζουπάς. Την πονάς. Και σου επιτρέπω να τη βαραίνεις γιατί ως αντάλλαγμα δε νιώθει μόνη.

Ζηλεύω την καρδιά μου που σε κρατάει τόσο σφιχτά. Τόσο σφιχτά έπρεπε να κρατάω τα όνειρά μου. Να δημιουργήσω τη ζωή που οφείλω στον εαυτό μου. Όχι πια τη ζωή άλλου. Όχι τη ζωή τη δική σου. Όχι μια ζωή που θα αρέσει παραέξω. Ζωή που θα αρέσει εδώ μέσα. Μέσα στην ψυχή μου. Κι αυτή τη ζωή την οραματίζομαι πολύτιμη κι ομοιόμορφη. Καθόλου συμβιβαστική ή πρόχειρη.

Ονειρεύομαι την ελευθερία μου. Φαντάζομαι να το σκάω απ’ το πόστο υποδοχής στην ανεξέλεγκτη θύρα της καρδιάς μου. Δε θέλω να υποδέχομαι τον οποιοδήποτε στην αγκαλιά μου. Ούτε να συγχωρώ πανεύκολα την αδικία, την αγένεια και τη φασαρία. Να βάλω φίλτρο, όριο και μέτρο. Επιθυμώ η ανεκτική αγκαλιά μου να κλείσει.

Πρέπει να μείνει η μοναξιά μου στη μοναξιά της. Κι αυτή τη φορά, καταπάνω στην αγκαλιά μου να τρέξει η μοναξιά μου η ίδια. Κάνεις ξένος. Κανείς που δεν έχει σκοπό να εκτιμήσει τη δοτικότητά μου. Έτσι θα αντέξω τη σιωπή του σπιτιού. Παρηγορώντας το μεγαλύτερό μου φόβο. Μαθαίνοντας να αντέχω την αλήθεια μου χωρίς επιφανειακά συμπληρώματα από τυχαίους.

Να μείνω χωρίς αποκούμπια. Να αντέξω. Να συναντήσω άλλες μοναξιές. Μοναξιά σε τόση πολυκοσμία. Να αντέξω επειδή μου γέμισε η καρδιά με παρέα. Παρέα που απογειώνει, εξελίσσει και μοιράζεται. Μια ιδιαίτερη παρέα. Τέτοια παρέα ξετρύπωσα στις λέξεις των βιβλίων, στα γλυκά με σαντιγί και στους πανάρχαιους χάρτες που εκθέτουν τ’ άστρα.

Απ’ την απελπισία μου ήθελα μέχρι και να σε φυλακίσω. Κι όλα αυτά για μια μοναξιά που απέφευγα να αντιμετωπίσω. Ενώ, τελικά, μόνο εκείνη μου έθρεψε τη φλόγα μου για ζωή. Σε κρατούσα. Μα τελικά εσύ φυλάκιζες την ψυχή μου μέσα σου. Τώρα, λοιπόν, σ’ αφήνω. Δε θα σε κρατάω άλλο. Δεν έχω κάτι άλλο να χάσω.

Όσο σε κρατούσα έχανα τόσο απ’ τον εαυτό μου. Ξέρω πώς είναι να ξεμένεις από εαυτό. Είναι χειρότερο απ’ το να ξεμένεις από παρέα. Πλέον διεκδικώ τον εαυτό μου. Δεν τον χαραμίζω πρόσκαιρα. Κι εσένα, δε χρειάζεται να σε βλέπω. Δε χρειάζομαι να σε κρατάω. Φτάνει που πια βλέπω την ψυχή μου. Φτάνει που πλέον αγκαλιάζω τη μοναξιά μου.

Κανέναν, ψυχή μου… Κανέναν μην κρατάς για να μην είσαι μόνη. Μη δώσεις αυτό το δικαίωμα πουθενά. Μην αφήσεις κανέναν να σε κάνει να πιστεύεις πως τον χρειάζεσαι να σε συμπληρώνει. Χρειάζεται μόνο να γεμίσεις τη ζωή σου. Να έχεις έναν ολοκληρωμένο εαυτό. Κι αντί για επιπόλαια στηρίγματα, να κρατάς πάντα θάρρος, αξιοπρέπεια και σθένος.

Κάποτε θα μπορούσα να σε φυλακίσω… Μα τώρα προτιμώ να ελευθερώσω την ψυχή μου.

 

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη