Γεννήθηκες κουβαλώντας την προσδοκία των γονιών σου να έχεις δέκα δάχτυλα κι εξόφθαλμη ομοιότητα σε κάποιον απ’ τους δυο. Συνέχισες να μεγαλώνεις, να μπαίνεις κι εσύ σε αυτό το κομμάτι της ζωής που ονομάζεται κοινωνία, να υπάγεσαι σε ομάδες κι εκπαίδευση που ζητούσαν από σένα επιδόσεις. Να είσαι καλός, να είσαι σωστός, να είσαι δίκαιος κι υπομονετικός, να ζητάς λίγα, να δίνεις πολλά, να αγαπάς, να προχωράς. Κι έτσι μεγάλωσες κι έφτασες να λέγεσαι ενήλικας και ποτέ κανένας δεν μπήκε στον κόπο να σε ρωτήσει ένα και μοναδικό πράγμα. Αντέχεις;

Αντέχεις να τρέχεις κάθε μέρα για να προλάβεις τη ζωή; Να ξυπνήσεις πριν το ξυπνητήρι, να φας και να πιεις τον καφέ σου γρήγορα για να μη χάσεις το λεωφορείο, να τρέχεις πανικόβλητος να προφτάσεις φανάρια και ημερομηνίες, να είναι όλη σου η καθημερινότητα ένας αγώνας δρόμου, χωρίς διακοπή. Ακόμα κι ο ύπνος σου, να είναι βάρος, να νιώθεις ένοχος που χάνεις τόσες ώρες κι οι υποχρεώσεις σου μένουν μισές.

Αντέχεις να κρίνεσαι συνέχεια για το τι φοράς, το πώς μιλάς, τι χρώμα είναι τα μαλλιά σου ή πόσα είναι τα κιλά σου; Αντέχεις να πρέπει να μιλάς μόνο όταν σου δίνουν τον λόγο κι όταν τελικά καταφέρεις να τον πάρεις, να μην έχει κανένας ακούσει τι θέλεις να πεις; Κοίτα για λίγο τον εαυτό σου πώς προχωράει και τι λέξεις χρησιμοποιεί όταν μιλάει, δεν είσαι εσύ. Είναι αυτά που άκουσε ή κάπου είδες και σου είπαν πως έτσι πρέπει να είναι η ζωή. Πόσο ειρωνικό να φτιάχνεις έναν χαρακτήρα απ’ το μηδέν χωρίς να δίνεις τίποτα δικό σου.

Πως πρέπει να έχεις δυο αυτοκίνητα κι ένα μικρό δάνειο στην τράπεζα, πως πρέπει από άριστος μαθητής, να γίνεις άριστος φοιτητής κι από ‘κει και πέρα να είσαι ένας -κατά τις σφραγίδες της κοινωνίας- άριστος πολίτης. Πως πρέπει να χαμηλώνεις το κεφάλι μπροστά στον Θεό σου, την κυβέρνησή σου, τον διευθυντή σου ή τον δεσμό σου.  Πως ευσυνείδητα ή όχι, πρέπει να θέλεις το «πρέπει», να το ζητάς, να το έχεις γνώμονα στις αποφάσεις σου, να ορίζει εκείνο το πώς θα περπατήσεις. Κι αν καμιά φορά το αφήσεις στην άκρη, ξέρει εκείνο πώς θα σε κάνει να ντραπείς και να χαμηλώσεις το κεφάλι που τόλμησες να το αμφισβητήσεις.

Αντέχεις να αγαπάς και να φοβάσαι γι΄αυτό; Αντέχεις να δένεσαι ενώ οι άνθρωποι φεύγουν;  Να φεύγουν κι εσύ να τους κοιτάς να απομακρύνονται, χωρίς καμία δύναμη, καμία ανάγκη για να τους φτάσεις, να τους κρατήσεις. Γιατί όλα είναι αναλώσιμα, όλα τρέχουν και διακόπτονται από κάτι καινούριο, πιο γρήγορο και πιο απαιτητικό. Το απλό είναι φτηνιάρικο, είναι λίγο. Δεν έχει κύρος το απλό, δεν κρύβει σενάρια κι ιστορίες πίσω του. Είναι απλά, απλό.

Ρώτα και ξαναρώτα, μέχρι να βρεις μια απάντηση. Μέχρι αυτά που κάνεις, η ρουτίνα που μπήκες κι ονόμασες καθημερινότητα, να υπάρχει επειδή εσύ τη θέλησες. Επειδή εσύ διάλεξες σε ποιον Θεό θα πιστεύεις και πώς θα αγαπάς, επειδή εσύ αντέχεις να λες όχι και ναι όταν οι άλλοι λένε ίσως. Ρώτα και πάλι τον εαυτό σου. Χωρίς φόβο αυτή τη φορά.

Αντέχεις;

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη